«Θα κάνουμε τη συζήτηση με μια προϋπόθεση» μου ξεκαθάρισε από την αρχή: «Θέλω να είναι μαζί και τα τρία μου παιδιά. Τριάντα χρόνια δεν τα έχω ξεχωρίσει. Δεν θέλω να το κάνω τώρα» συμπληρώνει αμέσως μετά διαλύοντας την αντίσταση που αυτόματα δημιουργείται στους δημοσιογράφους κάθε φορά που στα πόδια τους μπλέκονται όροι και συμφωνίες από το πουθενά. Δέχτηκα χωρίς ενδοιασμούς. Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ σε έναν άνθρωπο που με ειλικρίνεια μου εξομολογείται πως θεωρεί βάρβαρο, όπως και εγώ άλλωστε, να δίνει συνέντευξη το Σάββατο στις 11 το πρωί;

Μετά τις απαραίτητες συστάσεις με όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και με τον Αντώνη, έναν υπέροχο κεραμιδί γάτο, ο Διονύσης Σιμόπουλος κάθεται αναπαυτικά στην αγαπημένη του πολυθρόνα –δώρο από τα παιδιά του όπως μαθαίνω αργότερα –και φέρνει στο μυαλό του όλα όσα τον έκαναν στη ζωή του να γελάσει αλλά και να τρομάξει. Εικόνες του Βασίλη με ράμματα στο κεφάλι και του Παναγιώτη να τρέχει με το ποδήλατο στο στενό μπαλκόνι του σπιτιού τους διαδέχονται αυτές της Ελένης που με νάζι και σκέρτσο απαντούσε στις «απειλές» του παππού της (σ.σ. ο πατέρας του Διονύση Σιμόπουλου) προς στιγμήν τον γέμισαν τρομάρα («στα ράμματα του Βασίλη έβαζα πάντα τη γυναίκα μου μπροστά»), πλέον τον κάνουν να διηγείται τα κατορθώματα των παιδιών με καμάρι.

Σκέτα διαβόλια, σκέφτομαι, και εκείνος το επιβεβαιώνει. «Μια ημέρα με πήρε η Κάρεν η γυναίκα μου στο γραφείο κλαίγοντας. Οταν τη ρώτησα τι είχε συμβεί μου εξήγησε πως ο Βασίλης και ο Παναγιώτης είχαν αδειάσει ένα κουτί με σκόνη απορρυπαντικού στην κόκκινη φλοκάτη και έπαιζαν με τα αυτοκινητάκια τους. Το χρησιμοποίησαν για χιόνι και η Κάρεν, που προφανώς είχε μαζέψει πολλά, έβαλε τα κλάματα. «Τι μου το λες; Πάρε τη σκούπα και μάζεψέ τα. Τι να κάνουμε τώρα;» της απάντησε ψύχραιμα εκείνος, λέγοντάς μου με ένα μικρό, κάπως καμουφλαρισμένο παράπονο, πως τα παιδιά τότε τον άκουγαν περισσότερο. Τώρα πια όχι.

Ο τρόπος του είναι ιδιαίτερος. Μοιάζει σαν να θέλει να ακουστεί το παράπόνο του αλλά ταυτόχρονα και να μην ακουστεί. Οπως δηλαδή συμβαίνει με όλες εκείνες τις κουβέντες των γονιών που καταφέρνουν να ανάψουν στο άψε σβήσε μια συζήτηση. Οι απόψεις τους διαφέρουν. Οχι τόσο στην κοσμοθεωρία και στις αξίες όσο στην πολιτική, η οποία λειτουργεί σαν τον ταύρο με το κόκκινο πανί σε όλα σχεδόν τα καθιερωμένα κυριακάτικα τραπέζια. «Τρία παιδιά σημαίνει και τρεις διαφορετικές ψήφοι. Αλλο ψηφίζει η Ελένη, άλλο ο Παναγιώτης, άλλο εγώ με τον Βασίλη. Δεν συμφωνώ μαζί τους αλλά με ενδιαφέρει η άποψή τους. Η ποικιλία άλλωστε είναι το αλάτι και το πιπέρι της ζωής. Ετσι δεν είναι;» αναρωτιέται με μικρές δόσεις συγκατάβασης και ύφος ανθρώπου που έχει δώσει αρκετές μάχες στο παρελθόν για να «αλλαξοπιστήσουν» τα παιδιά του. Μάταια όμως.

Η Ελένη, η μοναχοκόρη του, μπαίνει στην κουβέντα. Διευκρινίζει πως ο πατέρας της, αν και έντονα πολιτικοποιημένος στο παρελθόν, πλέον κρατάει αποστάσεις από πρόσωπα και καταστάσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν έχει ισχυρή άποψη για τα πράγματα. Ο Διονύσης Σιμόπουλος όμως στα μάτια των παιδιών του δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που αγαπά την πολιτική. Είναι πολλά πράγματα μαζί: ένα άτομο πολύ προσγειωμένο που ποτέ δεν λέει κακό λόγο για κανέναν και μια προσωπικότητα έξυπνη με πολύ χιούμορ, που όσες προσπάθειες και αν κάνει για να πει επιτυχημένα ένα ανέκδοτο καταλήγουν σε φιάσκο. Ο Παναγιώτης μού λέει πως τον θαυμάζει. Οχι όμως μόνο για τις σπουδές και την καριέρα αλλά για την απλότητα του χαρακτήρα του και την απέχθεια του για οποιοδήποτε υλικό αγαθό. «Οταν αγοράζει ένα αυτοκίνητο, το οδηγεί μέχρι να χαλάσει και δεν δίνει σημασία αν είναι παλιό ή αν χρειάζεται επισκευή. Επίγεια καθημερινά προβλήματα που όλοι οι υπόλοιποι έχουμε, εκείνος δεν τα έχει και δεν τα είχε ποτέ».

Παιδιά φυσικού και αστρονόμου, θα πίστευαν πολλοί πως τα βράδια τους τα περνούσαν μετρώντας μαζί του τ’ άστρα. Γράψτε άκυρο. Ο πατέρας τους δούλευε μέχρι αργά και όταν πια επέστρεφε σπίτι τα παιδιά έβλεπαν τα αστέρια μονάχα στον ύπνο τους. Από τα γυμνασιακά τους χρόνια όμως όλοι θυμούνται το ίδιο μαρτύριο που το πλήρωναν σε κάθε μάθημα αστρονομίας, αφού έπρεπε να διαβάζουν από την προηγούμενη το καινούργιο μάθημα που θα παρέδιδε ο καθηγητής. Τα παιδιά του Σιμόπουλου να μην ξέρουν απ’ έξω τους αστερισμούς; Ηρθε όμως ο Παναγιώτης κι έσκασε. «Καλά, δεν ντρέπεσαι, με τέτοιον μπαμπά να γράφεις κάτω από τη βάση στη Φυσική;» τον ρώτησε μια μέρα η καθηγήτρια. «Τότε να δώσει εξετάσεις ο μπαμπάς μου» της απάντησε εκείνος.