Οπως έχω επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο (βλ. Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2003, σ. 240 και 274), το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης κόμματος.

Η ρήτρα της εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην παρ. 1 του άρθρου 29, δεν παρέχει κριτήριο με βάση το οποίο κρατικά όργανα (έστω και δικαστήρια) να μπορούν να απαγορεύσουν την ίδρυση κόμματος ή να διατάξουν τη διάλυση υφισταμένου. Τούτο θα ήταν ασύμβατο όχι μόνο με την πολιτική ελευθερία ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής αρχής, αλλά και με την πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη να αποφύγει διαδικασίες κηδεμόνευσης της πολιτικής ζωής κατά το (αρνητικό) πρότυπο του δικτατορικού συνταγματικού κειμένου του 1968.

Το περισσότερο που θα μπορούσε να απαιτηθεί κατά την ίδρυση ενός κόμματος, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 του Συντάγματος, θα ήταν η απλή δήλωση ότι δεν αποσκοπεί στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας και στην ανατροπή της δημοκρατίας, όπως όριζε το άρθρο 1 ν.δ. 59/1974.

Η ειλικρίνεια της δήλωσης δεν επιτρέπεται όμως να ελεγχθεί με κανέναν τρόπο, ενώ αυτή, όπως έγινε δεκτό από τον Αρειο Πάγο (απόφαση 903/1994), δεν χρειαζόταν καν να είναι ρητή και πανηγυρική, αλλά μπορούσε να συνάγεται από εκτίμηση του περιεχομένου της αίτησης του κόμματος για συμμετοχή στις εκλογές ή συναφή πραγματικά περιστατικά (π.χ. ότι ο αρχηγός του κόμματος ήταν βουλευτής στο παρελθόν).

Ηδη με το άρθρο 31 Ν. 3023/2002 καταργήθηκε το ν.δ. 59/1974, ενώ με το άρθρο 29 παρ. 1 του ίδιου νόμου το περιεχόμενο της ιδρυτικής δήλωσης κόμματος περιορίσθηκε σε απλή επανάληψη του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.

Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι η πραγματική ελευθερία είναι η «ελευθερία εκείνου που σκέφτεται διαφορετικά» (Ρόζα Λούξεμπουργκ) και εκεί εντοπίζεται διαφορά μεταξύ ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και ενός δικτατορικού καθεστώτος, αφού προφανώς και οι δικτατορίες δεν φιμώνουν τους ομοϊδεάτες τους, αλλά όσους διαφωνούν μαζί τους.

Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ