Αν το τηλεοπτικό είδος των τάλεντ σόου χρειαζόταν ένα μόνο παράδειγμα, ένα μόνο επιχείρημα για τη χρησιμότητά του ως τηλεόραση των ευκαιριών για τα αθέατα ταλέντα, αυτό θα είχε ένα μόνο όνομα: Σούζαν Μπόιλ. Γι’ αυτό μπορεί να το δει κάποιος και ως εξαίρεση στον κανόνα, αφού είναι η μόνη φιναλίστ σε αυτού του είδους τα τηλεοπτικά επενδυτικά προϊόντα ονείρων που γνωρίζει ακόμη επιτυχία. Μόλις έγινε γνωστή η συνεργασία της με το Χόλιγουντ για να μεταφερθεί η ζωή της στην οθόνη –έχει μεταφερθεί στη βρετανική μουσική σκηνή σε μιούζικαλ, το οποίο αποθέωσε η κριτική. Ηδη σε συνεντεύξεις της δηλώνει ότι θα ήθελε τον Τζορτζ Κλούνι να παίξει τον ρόλο του μάνατζέρ της.

Να, λοιπόν, που δεν σταματά να ονειρεύεται και να πραγματοποιεί τα όνειρά της η 50χρονη Σούζαν, της οποίας η χαρακτηριστική φιγούρα, έξω από όλες τις προδιαγραφές της σόουμπιζ –ολοστρόγγυλη με τις ασύμμετρες καμπύλες μιας προ πολλού παραιτημένης από ανησυχίες για την εμφάνισή της νοικοκυράς -, έχει γίνει το σήμα κατατεθέν της «επανάστασης του τηλεοπτικού κοινού» εναντίον της εξουσίας του θεάματος. Διαθέτει βέβαια μεγάλο ταλέντο, φωνή που μαγεύει. Ηταν αυτό που πρόσφερε το ιδανικότερο άλλοθι για την εν λόγω «επανάσταση του κοινού».

Η Σούζαν Μπόιλ δεν είχε ψηφιστεί στην πρώτη θέση εκείνη τη σεζόν του βρετανικού «Εχεις ταλέντο», τον Απρίλιο του 2009, παρότι είχε μαγέψει το παγκόσμιο κοινό με τις πρώτες νότες του «I dreamed a dream». Τόσο που μέσα σε εννέα μόλις ημέρες από την πρώτη εμφάνισή της βίντεο με υλικό από την οντισιόν της είχε 100 εκατομμύρια χτυπήματα και το βίντεο με την πρώτη εμφάνισή της μέτρησε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χτυπήματα.

Πλήθη ωστόσο επιτυχόντων φιναλίστ δεν κατάφεραν να κάνουν τη λαμπρή καριέρα των ονείρων τους, όπως εκείνη. Το μυστικό της; Η ιστορία θα το χαρακτήριζε ιδανική συγκυρία και η αγορά timing. Κοινώς βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στη σκηνή, με τους προβολείς να αναδεικνύουν κάθε λεπτομέρεια της ασύμβατης εμφάνισής της με τις προδιαγραφές της σόουμπιζ αλλά με μια φωνή παραδεισένια να προσφέρει ιδανικό άλλοθι σε ένα κοινό έτοιμο να κάνει «επανάσταση» ενάντια στην εξουσία του θεάματος.

Ηταν οι απαρχές της παγκόσμιας κρίσης, αν και στη χώρα μας ο πηχτός πολτός της ψευδοευδαιμονίας δεν επέτρεπε να εισχωρήσει στην εγχώρια τηλεόραση ούτε υπόνοια ότι κάτι θα αλλάξει. Και όμως άλλαζε ήδη. Οι απλές μετρήσεις αγοράς ήδη έδειχναν ένα κοινό ανήσυχο, με ευμετάβλητες διαθέσεις. Οι ποιοτικές μετρήσεις τηλεθέασης –όπου γίνονταν –αποτύπωναν τη δυσαρέσκεια του αλλοτινού μαγεμένου κοινού από την τηλεόραση των μεγάλων ψευδαισθήσεων, τα ριάλιτι και τα τάλεντ σόου, που μέχρι τότε επέβαλαν το λάιφ στάιλ της λαϊκής αφασίας.

Για λίγο, εκπομπές ταλέντων ανέδειξαν ορισμένα και στη χώρα μας. Πριν η ζάλη της ψευτοχλιδής τις μετατρέψει σε αντίγραφα πίστας νυχτομάγαζου για να συνωστίζονται επίδοξες ντιζέζες, ντυμένες καρνάβαλοι από στυλίστες της τηλεοπτικής συμφοράς και να ακούν χοντράδες από κριτές, οι οποίοι επιδείκνυαν σκανδαλώδη αδιαφορία για στοιχειώδη κριτήρια. Αλλά αυτά ήταν τα εγχώρια τάλεντ σόου κακέκτυπα εκείνων του εξωτερικού. Ισα για να επιβιώνει η αισθητική της πίστας που αναδείξαμε σε βαριά βιομηχανία. Ελπίζουμε η τηλεόραση του μέλλοντος –θα έρθει η ώρα της –να έχει απαλλαγεί από αυτές τις αγκυλώσεις για να προσφέρει ψυχαγωγία που να ταιριάζει στα μεγέθη της ελληνικής αγοράς και στις ανάγκες του ελληνικού κοινού.