Ο πόλεμος γύρω από τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ευτυχώς δεν κατέληξε σε μία ακόμα γερμανική «νίκη». Η Λαγκάρντ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, της Γαλλίας και του ευρωπαϊκού Νότου –πλην Ελλάδας -, έθεσε ως άμεσο θέμα, πριν από οποιαδήποτε άλλη συζήτηση για το ελληνικό πρόγραμμα, το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Η Ελλάδα, ευθυγραμμισμένη με τη Γερμανία, επέλεξε τον λάθος σύμμαχο τη λάθος στιγμή. Διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις στην Ελλάδα διακήρυξαν σε όλους τους τόνους ότι το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους δεν θα έπρεπε να τεθεί, επειδή η Ελλάδα δεν είχε διαπραγματευτική ισχύ. Ακόμα και το PSI, που αφορούσε το χρέος προς ιδιώτες και το επέβαλαν οι Γερμανοί προς τους ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας, με τη μορφή «τιμωρίας», το αποδέχθηκαν ως παθητικοί δέκτες. Σήμερα που το θέμα με τα Μνημόνια 2 και 3 επανέρχεται με εξόφθαλμο τρόπο, παραμένουν επίσης παθητικοί παρατηρητές.

Οι Γερμανοί συνέχισαν στο Eurogroup τη γνωστή γραμμή. Δεν θα βάλουμε ούτε ένα ευρώ για την κρίση των άλλων. Εάν βγάλουμε και λεφτά από την κρίση των άλλων, ακόμα καλύτερα. Μέχρι στιγμής η Γερμανία έχει συνεισφέρει μόλις 20 δισ. ευρώ στο EFSF, από τα 80 δισ. του αρχικού κεφαλαίου του.

Από εκεί και πέρα, έχει προσφέρει μόνο εγγυήσεις προκειμένου το EFSF να δανείζεται απρόσκοπτα από τις αγορές. Στη συνέχεια έχει συνεισφέρει άλλα 30 δισ. ευρώ στα διακρατικά δάνεια, με επιτόκια όμως υπέρτερα αυτών, των μηδενικών δηλαδή, που δανείζεται η ίδια.

Αυτή η ανισοβαρής σχέση στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης μέσω της οπτικής των στενών εθνικών συμφερόντων έχει οδηγήσει όχι μόνο την ΕΕ σε πλήρες αδιέξοδο, λόγω των ακραίων πολιτικών λιτότητας, αλλά θίγει και τις οικονομίες που επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την παγκόσμια οικονομία με επεκτατικές πολιτικές –όπως κάνουν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και εν μέρει η Κίνα. Η Γερμανία στηρίζει με μηδενικό δικό της κόστος την ανάπτυξη της οικονομίας της, μέσω των εξαγωγών, στις οικονομίες που εφαρμόζουν επεκτατικές πολιτικές, επεκτείνοντας τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος τους.

Αυτή η τραγελαφική ιστορία από την οποία η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί αδιανόητες συνέπειες φαίνεται να φθάνει στο τέλος της. Το ελληνικό χρέος ύψους 340 δισ. ευρώ χρειάζεται κούρεμα τουλάχιστον 35%, δηλαδή 110 δισ., για να γίνει στοιχειωδώς βιώσιμο. Η Γερμανία, υπό την πίεση πλέον που υφίσταται, επέλεξε ως άμυνα τα εργαλεία της μείωσης των επιτοκίων, της επαναγοράς του χρέους από τη δευτερογενή αγορά, την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα και τη χρονική επιμήκυνση της αποπληρωμής ομολόγων. Αυτά κάνουν περίπου 45 δισ. Το χάσμα είναι μεγάλο. Λείπουν 70-80 δισ. Αυτά, για πρώτη φορά, τίθεται ευθέως ότι πρέπει να πληρωθούν με πραγματική συμβολή από τις πλεονασματικές οικονομίες, κυρίως από τη Γερμανία.

Για την Ελλάδα η έξοδος από την ασφυκτική πολιτική του Μνημονίου προέχει σε κάθε περίπτωση. Μα η αποκλιμάκωση της πίεσης από το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος αποτελεί μία καθοριστική εξέλιξη η οποία μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα στην ίδια τη διαδικασία της εξόδου από τον μνημονιακό ζουρλομανδύα.

Η σύγκρουση φυσικά δεν θα επιλυθεί τώρα. Η Γερμανία θα επιμείνει να μετατεθούν οι εξελίξεις για μετά τις γερμανικές εκλογές. Και το ΔΝΤ θα επιμείνει να ληφθούν δεσμευτικές αποφάσεις τώρα και ας εφαρμοστεί αργότερα μέρος των αποφάσεων. Η Ελλάδα θα παραμείνει παγιδευμένη εν μέσω μιας μεγάλης σύγκρουσης που, με αφορμή το ατελέσφορο ελληνικό πρόγραμμα, κλιμακώνεται, με απρόβλεπτες όμως συνέπειες για την ίδια την πορεία της καταρρέουσας ελληνικής οικονομίας.