«Από παλιά ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας αλλά δεν ήξερα πώς. Ο θάνατος των γονιών μου, μετά του αδελφού μου και έπειτα το ατύχημα που είχα στο Αιξ-Αν-Προβάνς ξύπνησαν ίσως την ανάγκη μου να στραφώ σε αυτούς τους ήρωες που αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη οικογένειά μου. Οταν φοβάσαι για την ζωή σου μάλλον σού ερχεται να στραφείς στα παιδικά σου χρόνια. Περπατούσα στους κήπους του Λουξεμβούργου με τις πατερίτσες μου και ξάφνου θυμάμαι τον Γιάννη Αγιάννη! Να το το βιβλίο!».

Στα 68 του χρόνια ο Βασίλης Αλεξάκης διατηρεί την ιδιότητα να καλλιεργεί μια λογοτεχνία «που σε κερδίζει χωρίς να βγάζει άσους από το μανίκι. Μια λογοτεχνία που μεταμορφώνει το καθημερινό μέσα από το φαντασιακό και φυτεύει στο μυαλό του αναγνώστη χαρακτήρες και εικόνες που κάνουν την καρδιά του να φουσκώνει». Αυτό σημειώνει η γαλλική «Λιμπερασιόν» που δημοσίευσε ολοσέλιδη συνέντευξή του με αφορμή την έκδοση του δέκατου πέμπτου μυθιστορήματός του «Ο μικρός Ελληνας». Ενα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία όπου ένας από τους πρωταγωνιστές του είναι ο Μικρός Ηρωας και, φυσικά, ο Ζορμπάς που πηγαίνει στην Μπούντεσταγκ, βγάζει τα παπούτσια του και χορεύει μπροστά στους γερμανούς βουλευτές. Το βιβλίο γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα και τώρα το μεταφράζει στα ελληνικά, για να κυκλοφορήσει από τον Εξάντα.

Πώς άρχισε αυτό το βιβλίο;

Μετά το ατύχημά μου, μετακόμισα σε ένα ξενοδοχείο μπροστά στους κήπους του Λουξεμβούργου, κοντά στη Σορβόννη, γιατί δεν μπορούσα να ανεβαίνω πέντε ορόφους με τα πόδια. Εμαθα λοιπόν ότι ο Ρισελιέ κατοικούσε εδώ, ότι ο Αθως έμενε στον απέναντι δρόμο, υπάρχει κι αυτό το θέατρο σκιών με τις μαριονέτες που παραπέμπουν στα Κλασικά Εικονογραφημένα κι ένιωσα πως όλοι αυτοί οι ήρωες με υποδέχονταν, πράγμα που με απελευθέρωσε τόσο ώστε να φανταστώ τους Ινδιάνους να επιτίθενται σε ένα παρισινό βιβλιοπωλείο επειδή είναι δυσαρεστημένοι από τον τρόπο με τον οποίο μιλούν γι’ αυτούς οι συγγραφείς.

Προηγήθηκε κάποια έρευνά σας;

Τα πρώτα μου βιβλία ήταν πιο μονόχορδα αλλά σιγά σιγά ανακάλυψα ότι χρειάζομαι δύο ιδέες, όχι μία. Ετσι βλέπω τα πράγματα από τη «Μητρική γλώσσα» και έπειτα. Τότε λ.χ. υπήρχε η έρευνα για το Εψιλον των Δελφών και απ’ την άλλη ο θάνατος της μητέρας. Το μυθιστόρημα γεννιέται από τη διασταύρωση των δύο θεμάτων καθώς η μία ιδέα βοηθά την άλλη να προχωρήσει. Δεν καταφέρνω να πλέξω με μια βελόνα!

Στους κήπους του Λουξεμβούργου τι ανακαλύψατε;

Συνάντησα τους πάντες: από τον υπεύθυνο ασφαλείας και τον βιβλιοθηκάριο της Γερουσίας μέχρι τον υπεύθυνο αρχιτέκτονα ή έναν ειδικό στις κατακόμβες. Εψαξα τις κινηματογραφικές διασκευές των «Αθλίων» για να βρω πώς αποδόθηκε ο περίπατος του Γιάννη Αγιάννη με την Τιτίκα στο Λουξεμβούργο. Εμαθα ότι ο πατέρας του Μποντλέρ ήταν βιβλιοθηκάριος εδώ και πως ο ποιητής ακολουθούσε τις γριούλες που η ζωή τους τού προκαλούσε περιέργεια. Πληροφορήθηκα ότι ο Λένιν είχε ερωτευθεί μια ταξιθέτρια. Βρήκα λογοτεχνικές αναφορές και μάλιστα στις «Λέξεις» του Σαρτρ –ένα βιβλίο που με συγκίνησε πολύ…