Αντίθετα, η Βαρκελώνη κατάφερε να αξιοποιήσει τη μεταολυμπιακή κληρονομιά του 1992: ο επισκέπτης μπορεί να περιπλανηθεί στον λόφο Μοντζουίκ – την «καρδιά» των ολυμπιακών εγκαταστάσεων – ενώ το παραλιακό μέτωπο της πόλης έχει μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν.

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο φωτογράφος Τζον Πακ, από το σπίτι του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, αφηγείται στα «ΝΕΑ» τις περιπλανήσεις του. Η ιδέα για τα ταξίδια στις πόλεις των Αγώνων ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών του Πεκίνου. «Παρακολουθούσαμε μαζί με τη σύζυγό μου τα διάφορα αθλήματα από την τηλεόραση και μείναμε έκπληκτοι από τα χρηματικά ποσά που ξοδεύτηκαν για την ανέγερση των εγκαταστάσεων», λέει. Αποφάσισε να καταγράψει τι απέγιναν παλαιότερα στάδια και γήπεδα ύστερα από δεκαετίες.

Πρώτα ταξίδεψε στο Λέικ Πλάσιντ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, και στο Μόντρεαλ. Ο συνεργάτης του, Γκάρι, ξεκίνησε τα ταξίδια μόλις το 2011. «Θέλαμε να δούμε πώς μοιάζουν τα φαντάσματα που άφησαν πίσω τους οι Αγώνες», αναφέρει ο ίδιος. Οι δυο τους ταξιδεύουν με σύστημα: σε κάθε πόλη ξεναγούνται από ντόπιους για επτά έως δέκα ημέρες. Μέχρι την άνοιξη του 2013 σκοπεύουν μεταξύ άλλων να επισκεφθούν τη Μόσχα, το Ελσίνκι, το Βερολίνο και το Πεκίνο.

Στην Αθήνα – λέει ο Τζον Πακ – βρέθηκε να περιπλανιέται μαζί με τον έλληνα ξεναγό του στο ΟΑΚΑ. Δεν μπόρεσε – υποστηρίζει – να βρει κανέναν υπεύθυνο ώστε να ζητήσει επίσημη άδεια για φωτογράφηση.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. Το εγχείρημα των δύο Αμερικανών ανοίγει ξανά τη συζήτηση για τη διαχείριση της ολυμπιακής κληρονομιάς, αλλά και τον σχεδιασμό των μελλοντικών σταδίων. «Ποτέ πριν δεν δόθηκε σημασία στη διαχείριση των τεράστιων σταδίων που αφήνουν πίσω τους οι Αγώνες», λέει στα «ΝΕΑ» ο Νόα Τσέισιν, καθηγητής της ιστορίας και της θεωρίας της αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.

«Σε πολλές πόλεις βλέπουμε την ανέγερση σταδίων που φέρουν την υπογραφή διάσημων αρχιτεκτόνων, τα οποία όμως δημιουργήθηκαν ώστε να φαίνονται επιβλητικά στην τηλεόραση. Ουδείς αναλογίστηκε τη χρήση τους και το κόστος συντήρησής τους μετά το τέλος των Αγώνων».

Σύμφωνα με το περιοδικό «Time», το 2000 η πόλη του Σίδνεϊ ξόδεψε τρεις φορές περισσότερα χρήματα από το αρχικά προβλεπόμενο ποσό των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η «Φωλιά του Πουλιού» στο Πεκίνο κόστισε 423 εκατομμύρια δολάρια. Αμέσως μετά τους Αγώνες του 2008 το στάδιο συγκέντρωνε χιλιάδες τουρίστες – που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν 8 δολάρια μόνο για την είσοδο – ωστόσο οι πωλήσεις των εισιτηρίων μειώθηκαν κατά 40% το 2009 και το στάδιο -91.000 θέσεων – είχε κόστος συντήρησης ύψους 13 εκατομμυρίων τον χρόνο. Επιπλέον, το Εθνικό Κέντρο Υγρού Στίβου στο Πεκίνο ανακαινίστηκε πλήρως πριν από ένα χρόνο.

Περίπου 11.000 θέσεις απομακρύνθηκαν και ο χώρος μετατράπηκε σε ένα θεματικό υδάτινο πάρκο επιφάνειας 12.000 τετραγωνικών μέτρων. Ούτε αυτό όμως έχει αποδώσει τα αναμενόμενα κέρδη.

Στον αντίποδα, ο κ. Τσέισιν εξηγεί ότι πόλεις όπως το Λος Αντζελες και η Ατλάντα έκαναν έναν «σοφότερο προγραμματισμό» πριν από την ανάληψη των Αγώνων χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες υποδομές. Τονίζει πως τα ολυμπιακά ακίνητα δεν χρειάζεται να είναι πλέον τεράστια και μνημειακά, αλλά μπορούν να έχουν μικρότερο όγκο και τη δυνατότητα ακόμα και να καταστρέφονται μετά τους Αγώνες, αν χρειαστεί, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση της εκάστοτε πόλης.