Με τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου ήρθα συστηματικά σε επαφή γύρω στα τριάντα μου. Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, βούτηξα με το κεφάλι στην αρχαία ελληνική γραμματεία για τις ανάγκες του μυθιστορήματός μου «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», που παραμένει ημιτελές. Αν και η υπόθεσή του είναι σύγχρονη, εξερευνά την ιδέα ότι στις μέρες μας έχουμε μεγαλύτερη σχέση με την αυτοκρατορική (δηλαδή, τη ρωμαϊκή) εποχή, παρά μ’ εκείνη της κλασικής αρχαιότητας. Και ενώ, από τους αρχαίους συγγραφείς μας, πολλοί κέντρισαν έντονα το ενδιαφέρον μου, ο Ηράκλειτος είναι ο αγαπημένος μου.

Ενα από τα πράγματα που μου έκαναν βαθιά εντύπωση στα σύντομα αποσπάσματά του είναι το γεγονός ότι κατ’ ουσίαν παραμένουν αμετάφραστα. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι ίδιοι οι αρχαίοι τον θεωρούσαν αρκετά δυσνόητο, ώστε να τον αποκαλέσουν Σκοτεινό.

Ο Σωκράτης δήλωνε ότι, για να μην πνιγείς μες στα γραπτά του Ηράκλειτου, θα πρέπει να είσαι δήλιος κολυμβητής, επειδή οι κάτοικοι του ομώνυμου νησιού είχαν τη φήμη δεινών κολυμβητών. Κάποιος άλλος τον αποκάλεσε «αινικτήν», δηλαδή «αινιγματοποιό». Ο δε Αριστοτέλης εντόπισε την απουσία συνδέσμων στα βραχύλογα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να μην ξέρεις αν μια λέξη αναφέρεται σε όσα προηγούνται ή σε όσα έπονται.

Την εποχή που μελετούσα τον φιλόσοφο από την Εφεσο, αγωνίστηκα να μεταφράσω σαράντα από τα σωζόμενα αποσπάσματά του. Κι όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά, φρόντισα να παραθέσω μαζί και το πρωτότυπο, ομολογώντας έτσι την ανημπόρια μου. Από την εν λόγω απόπειρά μου, που ξαναείδε το φως της δημοσιότητας το 2006, με τον γενικό τίτλο «Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός», προέρχονται και όσα αποσπάσματα σκοπεύω να περιλάβω εδώ. Οσο για τις άφθονες σχετικές μελέτες που έπεσαν στα χέρια μου, μακράν η σπουδαιότερη μου φαίνεται η διδακτορική διατριβή του Κώστα Αξελού, «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία», που θα μπορούσε να έχει ως υπότιτλο: «Ο αιώνιος ρυθμός του κόσμου».

Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος του γίγνεσθαι. Και παραδόξως, το γνωστότερο ίσως από τα αποσπάσματά του, το οποίο αποπειράται να συνοψίσει τις θέσεις του, το «τα πάντα ρει», δεν θεωρείται αυθεντικό. Κάτι ανάλογο δηλώνει και το αναμφισβήτητα δικό του και σχεδόν εξίσου γνωστό απόσπασμα «στο ίδιο ποτάμι αδύνατον να μπεις δυο φορές».

Η εμμονή του Εφεσίου με την ακατάπαυστη αλλαγή και εξέλιξη των πραγμάτων, αφενός τον προβιβάζει σε διαχρονικό στοχαστή και αφετέρου τον καθιστά άκρως επίκαιρο και ταιριαστό, σε καιρούς ταραγμένους και μεταβατικούς, σαν αυτούς που διανύουμε. Σε εποχές περισσότερο σταθερές και σίγουρες για τον εαυτό τους, σε εποχές ακμής, δεν αποκλείεται να μην αρμόζει τόσο ο Ηράκλειτος. Για μας, όμως, λάμπει και ξεχωρίζει, όσο και η Αφροδίτη στον ουρανό, μόλις πέσει η νύχτα.

Η δεύτερη μεγάλη αρετή του Ηράκλειτου είναι αυτό που θα ονομάζαμε, με λίγο ή πολύ δικά του λόγια, «αρμονία των αντιθέτων». «Τα αντίθετα συμφωνούν και η τελειότερη αρμονία προκύπτει από τις διαφορές και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια», λέει το σχετικό απόσπασμά του. Πρόκειται για την πλευρά της σκέψης του χάρη στην οποία πιστεύω ότι, ακόμα και οι σύγχρονοί του, τον θεώρησαν δημιουργό αινιγμάτων ή δυσνόητο και σκοτεινό.

Η ίδια αυτή πλευρά του είναι που μου τον κάνει τόσο αγαπητό και εξαιτίας της νιώθω ότι με εκφράζει τόσο αντιπροσωπευτικά ως ιδιοσυγκρασία – κάτι που θα έπρεπε να ισχύει για όλους τους μυθιστοριογράφους ή, πιο σωστά, για όλους τους λογοτέχνες. Γι’ αυτό και, σχεδόν αναπόφευκτα, τον αποκαλώ «φιλόσοφο ποιητή».

Πραγματικά, από τη φύση του, ή ίσως εξ ορισμού το μυθιστόρημα οφείλει να κατανοεί τις αντινομίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Να τις κατανοεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τις ζωντανεύει μέσα στις ψυχές των πρωταγωνιστών του και κυρίως προκειμένου να είναι σε θέση να δώσει σάρκα και οστά σε ήρωες, συχνά αντίθετους μεταξύ τους, όσο η μέρα με τη νύχτα.

Εν τέλει, κάτι τέτοιο σχετίζεται με κάθε λογοτεχνικό έργο που σέβεται τον εαυτό του, σαν να πρόκειται για ένα είδος καταστατικής συνθήκης της λογοτεχνίας. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να έχουμε να κάνουμε με αυτό καθαυτό το γενεσιουργό αίτιο της συγγραφής, αν και η όλη ιστορία παραμένει ένα μυστήριο. Ομως το γεγονός ότι άνθρωπος-σημαίνει-αντίφαση, ίσως ωθεί κάποιους από εμάς στην εξερεύνηση της αλλόκοτης αυτής κατάστασης, όπως σε άλλους γεννάει την ανάγκη να παρακολουθούν την εν λόγω εξερεύνηση.

Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μερικά αποσπάσματα του Ηράκλειτου, όπου η αντινομία της ανθρώπινης ύπαρξης αποτυπώνεται ανάγλυφα:

«Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας». «Εάν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και αδιαπέραστο». «Μέσα μας ταυτίζονται: το ζωντανό με το πεθαμένο, το ξυπνητό με το κοιμισμένο, το νέο με το γερασμένο, αυτά μεταπίπτουν στην κατάσταση εκείνων και εκείνα πάλι στην κατάσταση αυτών». «Μεταβαλλόμενο αναπαύεται». «Η αρχή και το τέλος της περιφέρειας ενός κύκλου είναι το ίδιο και το αυτό σημείο». «Αλληλένδετα είναι και δεν είναι όλα, η ομοιότητα με τη διαφορά, η συμφωνία με τη διαφωνία, και από τα πάντα ένα και από ένα τα πάντα».

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα στα 20 του το 1979 με τα «Κομματάκια» και έχει γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα, σενάρια και κριτικά σχόλια για τη γενιά του. Ξεχωρίζουν τα: «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Ο εργένης», «Λούλα», «Φίλοι», «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας» κ.ά.