Τα «Απομνημονεύματα» του Αδριανού (1951, και στα ελληνικά 1976), η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος.

Πρωτοδιάβασα τον «Αδριανό» τη δεκαετία του ’80, καθηγητής αγγλικών στον Εβρο, κοντά στα μέρη όπου έδρασε και εκείνος. Ταξίδευα τακτικά στην Αδριανούπολη, «πόλη χωρικών και στρατιωτικών, στρατηγικό σημείο στα σύνορα βάρβαρων περιοχών», μάλιστα έγραψα ένα ποίημα επηρεασμένος από το βιβλίο, που δημοσιεύτηκε στην «Οδό Πανός» το 1986 («Στο πλακόστρωτο ανεβαίνοντας για το/ ψηλό τζαμί, το μεγαλύτερο που λένε/ στα Βαλκάνια, συνάντησα την/ Μαργαρίτα Γιουρσενάρ να πίνει τσάι/ φιλικά και να κερνάει ντόπιους. / Απούθε έρχεσαι; μου λέει. / Απ’ το ποτάμι πέρα. Εσείς; / Από τα «Ερημα Βουνά». Ψάχνω τα ίχνη του/ ακόμη, τ’ Αδριανού κάτι συντρίμμια. Εσείς;..»

Η Γιουρσενάρ πίστευε ότι για να μπορέσεις να συλλάβεις αληθινά μια περασμένη εποχή χρειάζονταν πολλά χρόνια έρευνας, αλλά και μια ταύτιση, σχεδόν μυστικιστική. Τα κατάφερε και τα δύο σφυρηλατώντας ένα διαχρονικό λογοτεχνικό είδος. Αναζήτησε το πνεύμα της εποχής, μια στιγμή της Ιστορίας, στη φθορά του αρχαίου κόσμου.

Καθώς αρχίζει το βιβλίο ο Αδριανός είναι εξήντα χρόνων και πεθαίνει. Τα «Απομνημονεύματά» του είναι γραμμένα σε επιστολική μορφή προς τον υιοθετημένο εγγονό του Μάρκο Αυρήλιο. Ομολογεί ότι σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να αποτιμήσει τρία πράγματα: τη μελέτη του εαυτού του, την παρατήρηση των άλλων και τα βιβλία. «Πρώτες μου πατρίδες ήτανε τα βιβλία… Δεν είμαι σίγουρος αν η ανακάλυψη της αγάπης στάθηκε πιο υπέροχη από την ανακάλυψη της ποίησης. Με είχε μεταμορφώσει».

Γεννήθηκε το 76 μ.Χ. Γιος ενός ρωμαίου διοικητή, μεγαλώνει σε μια ερημική περιοχή της Ισπανίας. Πρώτες γνώσεις στα σχολεία της Ισπανίας και ύστερα στρώθηκε να μάθει ελληνικά: «Αγάπησα αυτή τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της». Στα δεκάξι του τον έστειλαν για σπουδές στην Αθήνα, κοντά στον σοφιστή Ισαίο, όπου και ερωτεύτηκε διά παντός τον ελληνικό πολιτισμό της. Νέος και ορμητικός, υπηρετεί στον Στρατό, στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Του αρέσει η αλλαγή, να συναναστρέφεται με βαρβάρους. Αναζητά τον ξένο, τον άλλο, τον άγνωστο. Συμμετέχει σε βάρβαρα τελετουργικά και δρώμενα. Κι ενώ νικάνε τα στρατεύματα των Ρωμαίων, εκείνος είχε φτάσει στο σημείο να μισεί την κατακτητική πολιτική της Ρώμης. Αντί να υποτάσσεις άλλους ανθρώπους, πιστεύει, γιατί να μην τους κάνεις συμμάχους και να τους αφήσεις να ανταλλάξουν ιδέες ώστε να διαδώσουν τους νόμους της Ρώμης;

Κι ενώ ανυπομονεί να διαδεχθεί τον Τραϊανό στην αυτοκρατορία, του ανακοινώνεται ο θάνατος του αυτοκράτορα. Ο διάδοχος Αδριανός όμως σβήνει μονοκοντυλιά τις επικίνδυνες κατακτήσεις από τη Μεσοποταμία μέχρι τη Δακία. Τερματίζει τους πολέμους της Ρώμης ενάντια σε γειτονικούς λαούς. Οραματίζεται μια αυτοκρατορία που στηρίζεται στην πολυμορφία, αυτό που σήμερα αποκαλούμε διαπολιτισμικότητα.

Προσπαθεί να επιφέρει χιλιάδες αλλαγές. Απαγορεύει διά νόμου τη δουλεία, κάνει δίκαιη κατανομή των φόρων, καταργεί την εκτέλεση με βασανισμούς. Προσπαθεί να επιβάλει τη συνύπαρξη των διαφορετικών λαών λέγοντας: «Η τάξη στα σύνορα δεν είχε καμία αξία, αν δεν έπειθα τούτον τον εβραίο παληατζή και αυτόν τον έλληνα μπακάλη να ζήσουν ειρηνικά πλάι πλάι». Η νέα Ρώμη του Αδριανού, όπως εκείνος τουλάχιστον τη φανταζόταν, δεν ήταν τόσο μια αυτοκρατορία όσο ένας ολόκληρος κόσμος.

Οταν οι Ελληνες τον ανακήρυξαν Θεό, σκέφτηκε με κάποια υπεροψία ότι ίσως δεν υπερέβαλλαν. Εχτιζε παντού βιβλιοθήκες, «δημόσιες σιταποθήκες» για να καταπολεμήσουν τον χειμώνα του πνεύματος. Εχτιζε πόλεις: την Πλωτινόπολη, την Αντινόη, την Αδριανούπολη.

Στην ηλικία των σαράντα οκτώ συνάντησε έναν έφηβο έλληνα Μικρασιάτη, τον Αντίνοο. Ο Αντίνοος ήταν τρυφερός και χωρίς καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Η συνάντησή του με τον Αντίνοο αντιπροσώπευε το ανθρώπινο ιδανικό του, την Ελλάδα και την Ασία που έφερε ταυτόχρονα ο Ελληνας από τη Βιθυνία. Μιλούσε τα ελληνικά με την προφορά της Ασίας. Ο Αδριανός ήταν μεγάλος αισθητιστής. Τότε, με τον Αντίνοο, ένιωσε το συναίσθημα μιας μοναδικής συγκίνησης. Ταξίδεψαν μαζί. Στην Τρωάδα ο Αδριανός προσκύνησε τον τάφο του Εκτορα και ο Αντίνοος πήγε να ονειροπολήσει πάνω στον τάφο του Πατρόκλου. Στην Αίγυπτο πήγανε σε μια μάγισσα μέσα στη νύχτα. Το ίδιο βράδυ ο Αντίνοος χάθηκε μέσα στα νερά του Νείλου. Ο Αδριανός σμπαραλιάστηκε. Τον ταρίχευσε, τον ανακήρυξε θεότητα και θέσπισε τελετές προς τιμήν του.

Η πολυμαθέστερη συγγραφέας του εικοστού αιώνα, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (1903-1987), υπήρξε σπουδαία ελληνίστρια. Μελέτησε μόνη της ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά. Μαζί με τον πατέρα της διάβαζαν δυνατά εναλλάξ Ομηρο στα ελληνικά, Βιργίλιο στα λατινικά, Ιμπσεν, Νίτσε, Σεν-Σιμόν, Τολστόι. Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και η αγάπη της για την ελληνική λογοτεχνία την ώθησαν να μεταφράσει στα γαλλικά ποιήματα του Καβάφη το 1958. Το 1981, έξι χρόνια προτού πεθάνει, ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στη Γαλλική Ακαδημία. Εζησε εξαιρετικά απομονωμένη από τη Γαλλία. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην Αμερική, σε ένα νησάκι έξω από την ακτή του Μέιν, συντροφιά με μια φίλη της. «Να προσπαθείς να αποκτάς σοφία, γενναιοδωρία και θάρρος» έγραφε και το τήρησε. Μακάρι να το τηρήσουμε κι εμείς στη ζωή και στη γραφή.