o βιβλίο που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω μου ήταν «O μύθος του Σισύφου -Δοκίμιο πάνω στο παράλογο» του Αλμπέρ Καμύ.

To έργο εκδόθηκε το 1942, όταν ο Καμύ ήταν είκοσι εννέα ετών – άρχισε να το γράφει στα είκοσι τρία του και το τέλειωσε στα είκοσι επτά του. Το βιβλίο ήταν αρκετά ταυτισμένο με την εποχή του και το κλίμα της: ναζισμός, κομμουνισμός, πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση. Οταν κυκλοφόρησε εδώ ήταν ορατές κάποιες αναλογίες: Ψυχρός Πόλεμος, δικτατορία, αντίσταση.

Οι αναλογίες αυτές ασφαλώς με επηρέασαν για να επιλέξω την αγορά του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος που με μαγνήτισε. Ηταν τα φιλοσοφικά και ηθικά ερωτήματα που έβαζε και αφορούσαν το ξεκίνημα της ζωής, αδιαφορώντας για τον απολογισμό της. Ηταν ένα βιβλίο νεανικό με όλο τον πλούτο και την αγωνία που κρύβει το επίθετο αυτό.

Το διάβασα το 1970 σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Η αίσθηση του παραλόγου της ζωής, η εφηβική μελαγχολία και η πρώτη επιθετική παράγραφος του βιβλίου «Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας», ήρθαν και «έδεσαν». «Τα υπόλοιπα, εάν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, εάν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, ακολουθούν. Είναι παιχνίδια».

Αφοσιωμένος λοιπόν στο πνεύμα του βιβλίου χρειαζόμουν λίγο χρόνο που να κυλάει σε διαφορετικό ρυθμό από την καθημερινότητα και άρα να αποτραβηχτώ από το σχολικό ή οικογενειακό περιβάλλον. Εκανα κοπάνες από το σχολείο και με τον Καμύ χωμένο σε κάποια τσέπη ναυτικού παλτού συνήθως, ανέβαινα στην Ακρόπολη για να διαβάσω με την ησυχία μου.

Πολλά πράγματα παρέμεναν σκοτεινά, ασαφή, ακατανόητα, πολλές αναφορές του μου ήταν άγνωστες, όμως το βιβλίο έκφραζε με τον καλύτερο τρόπο την ανήσυχη εφηβική μου κατάσταση.

Ετσι η έκφραση άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω μου δεν είναι ακριβής, διότι με μια έννοια είναι το βιβλίο που άσκησα πάνω του τη μεγαλύτερη αναγνωστική μου επιρροή: διάβαζα ό,τι ήθελα να διαβάσω και καταλάβαινα ό,τι ήθελα να καταλάβω. Είχα τη σπάνια δυνατότητα για εκείνη την εποχή ενός διαλόγου σε μεγάλο βαθμό φανταστικού και φαντασιακού.

Το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε αυτοβιογραφία, δεν είναι ένα αυστηρό φιλοσοφικό κείμενο, δεν είναι κείμενο λογοτεχνικής κριτικής ή ανάλυσης. Είναι ένα συνοπτικό δοκίμιο με προσωπικό ύφος και απατηλή σαφήνεια, χωρίς την τεχνική φρασεολογία, αλλά υπερβολικά δυσνόητο. Ο νεαρός Καμύ παθιαζόταν με ένα ερώτημα: πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε εν γένει και ειδικά στα δυσοίωνα χρόνια, όταν δεν πιστεύουμε ούτε στον Θεό ούτε στη λογική; Το βιβλίο έχει ένα αισιόδοξο κλείσιμο. Ο Σίσυφος κυλάει τον βράχο του και αρχίζει να ανεβαίνει ξανά το βουνό, ένας σκοπός που δεν χρειάζεται καμία δικαιολογία. Οπως το γράψιμο και η καλλιτεχνική δραστηριότητα. Το τέλος του βιβλίου δεν με έπεισε καθόλου, είχα καθηλωθεί στην αρχή του.

Γράφοντας αυτό το σημείωμα σαράντα δύο χρόνια μετά φαίνεται να σημαίνει πως έδωσα κάποιου είδους απάντηση στο εισαγωγικό ερώτημα του βιβλίου. Δεν θα τη θεωρούσα οριστική. Αυτό όμως που έγινε έκτοτε οριστικό είναι η αγάπη μου για τις εισαγωγές των βιβλίων: η αρχή είναι πιο σημαντική από το τέλος, αφήστε που η εύστοχη αρχή εμπεριέχει και το τέλος της.

«Το έργο τέχνης είναι ένα παράλογο φαινόμενο και πρόκειται μόνο να το περιγράψουμε», αυτή είναι «μια σταθερή σκέψη πεισμένη για τη ματαιότητα κάθε επεξηγηματικής θέσης». Με βάση τον τρόπο ανάγνωσης του βιβλίου στα 1970 κάθε προσπάθεια επεξήγησής του αποτελεί και μια προδοσία του περιεχομένου του: ήταν – όπως όλα δείχνουν – μια σχέση μυστικιστική.

Μυστικιστική ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου, πατρική όμως ως προς τη φιγούρα του Καμύ που ερχόταν να καλύψει ένα κενό ή καλύτερα το Μεγάλο Κενό (όπως θα έλεγαν ο Τσάντλερ και ο Ελρόι μεταφέροντας στον κόσμο τους την υπαρξιακή αιχμηρότητα τού Αλγερινού).

Στα απόνερα του βιβλίου το κενό καλύφθηκε από την «παραβίαση» και την «παρανομία», ενώ μέσω ενός φλας-μπακ στον Ξένο ολοκληρώθηκε με τη «σύλληψη» και την «ανάκριση». Η μυστικιστική επιρροή του βιβλίου άρχισε το 1970 κι έκλεισε το 1974 με μια «αμνηστία».