ταν πρωτοδιάβασα το δοκίμιο της Γουλφ «Ενα δικό σου δωμάτιο» (Εκδ. Οδυσσέας, 2005) δεν είχα πατήσει τα τριάντα. Αψητη – κι ας πίστευα πως είχα ζήσει τη ζωή μου. Με σημάδεψε με τον τρόπο που σημαδεύουν τα βιβλία. Μου άλλαξε την όραση του κόσμου. Ηταν το καλοκαίρι που διάβασα τα άπαντα της Γουλφ. Τις μονογραφίες, τα ημερολόγια. Ομως αυτό, ένα συντομότατο δοκίμιο μιας πεζογράφου που μιλούσε για τη συγγραφή με έναν τρόπο συναρπαστικό, καθάριζε το μάτι. Η Γουλφ αναφέρεται στο μυθιστόρημα ως τρόπο παρατήρησης και ερμηνείας του κόσμου, στο τι σημαίνει να είσαι γυναίκα δημιουργός, στην έμφυλη ταυτότητα, στη συγγραφική ιδιοσυγκρασία, στη ζωή με παιδιά, στη ζωή χωρίς παιδιά. Στην αγωνία της δημιουργίας. Στον κοινωνικό ιστό που ξέρει πώς να πνίξει ένα ταλέντο σαν το μωρό στον κουβά. Κι αυτό δεν το επιχειρεί με φεμινιστικές κορόνες και γελοίες απλουστεύσεις. Δεν υψώνει γροθιά, μιλάει με απόλυτη επίγνωση – και κρυμμένο χιούμορ.

Γιατί η Γουλφ, μασίφ πεζογράφος η ίδια, γράφει το δοκίμιό της σαν μυθιστόρημα. Επινοεί μια ηρωίδα, την αδελφή του Σαίξπηρ, και αναρωτιέται τι θα είχε απογίνει το φλογοβόλο ταλέντο της γυναίκας αυτής τον 16ο αιώνα: «Μπορεί να είναι αλήθεια ή μπορεί να είναι και ψέματα (ποιος ξέρει;) αλλά εκείνο που είναι αλήθεια σ’ αυτό, έτσι μου φάνηκε εμένα, όταν ξανασυλλογίστηκα την ιστορία της αδελφής του Σαίξπηρ που είχα φτιάξει, είναι πως κάθε γυναίκα που θα είχε γεννηθεί μ’ ένα μεγάλο χάρισμα τον δέκατο έκτο αιώνα θα είχε στα σίγουρα τρελαθεί, θα είχε αυτοκτονήσει ή θα είχε τελειώσει τις μέρες της σε κανένα μοναχικό σπιτάκι έξω απ’ το χωριό, μισή μάγισσα, μισή δαίμονας, προκαλώντας τον φόβο και τον χλευασμό. Γιατί κανείς λίγη μονάχα ικανότητα στην ψυχολογία χρειάζεται για να βεβαιωθεί πως μια εξαιρετικά προικισμένη κοπέλα, που θα είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το χάρισμά της για την ποίηση, θα είχε συναντήσει τόσα εμπόδια και δυσκολίες από τους άλλους, θα είχε βασανιστεί και καταξεσκιστεί τόσο πολύ από τα ίδια της τα αντιφατικά ένστικτα, που δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ‘πρεπε να έχει χάσει και την υγεία της και τα λογικά της. Καμιά κοπέλα δεν θα μπορούσε να έχει περπατήσει μέχρι το Λονδίνο, να ‘χει σταθεί στην πόρτα ενός θεάτρου και να ‘χει αναγκάσει τον εαυτό της να παρουσιαστεί μπροστά σε ηθοποιούς-διευθυντές χωρίς να έχει εγκληματήσει κατά του εαυτού της και χωρίς να έχει περάσει μια αγωνία που μπορεί να ήταν παράλογη (γιατί μπορεί η αγνότητα να είναι ένα φετίχ που επινοήθηκε από ορισμένες κοινωνίες για λόγους άγνωστους) αλλά δεν ήταν λιγότερο αναπόφευκτη».

Η Βιρτζίνια Γουλφ παρατηρεί ότι υπήρξαν γυναίκες στην ιστορία της λογοτεχνίας που προσπάθησαν να καλυφθούν πίσω από ανδρικά ψευδώνυμα. Οι γυναίκες συγγραφείς, παρατηρεί η Γουλφ, είναι συνήθως άκληρες και συνήθως μυθιστοριογράφοι. Γράφουν τα μυθιστορήματά τους στο σαλόνι του σπιτιού, την ώρα που οι άλλοι πηγαινοέρχονται και τις διακόπτουν. Αλλωστε, κανείς δεν θεωρεί ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Κάνουν αυτό που έκαναν πάντα οι γυναίκες στα σαλόνια τους. Παρατηρούν τους ανθρώπους. Οι πιο χαρισματικές γράφουν γι’ αυτούς.

Η Βιρτζίνια Γουλφ, η λόγια πεζογράφος που αρθρογραφούσε για το περίφημο «TLS» από είκοσι τριών χρονών, η συνεκδότρια του εκδοτικού οίκου Hogarth Press μαζί με τον σύζυγό της, η πεζογράφος που έγραφε με απαράβατη συγγραφική συνταγή διακόσιες πενήντα λέξεις τη μέρα, η μυθιστοριογράφος που όταν τελείωνε ένα βιβλίο έπεφτε κατάκοιτη με ημικρανίες και σωματικούς πόνους, σημειώνει πως «για να γράψει μια γυναίκα πρέπει να έχει λεφτά κι ένα δικό της δωμάτιο». Και εξηγείται: «Τα λεφτά (όχι πολλά, όμως τόσα όσα χρειάζονται για να τη γλιτώσουν από τις βασανιστικές μέριμνες) την απελευθερώνουν. Δεν εξαρτάται από κανέναν, πατέρα ή σύζυγο. Και το δικό της δωμάτιο, ένα δωμάτιο που να σφραγίζει η πόρτα και να κλείνει απέξω τον κουρνιαχτό και τη σφιχτή αγκαλιά της οικογένειας, χρειάζεται για να προστατεύσει το συγγραφικό κουκούλι της».

Πιστεύω ότι το βιβλίο της Γουλφ δεν αφορά μόνο στους συγγραφείς ή μόνο στις γυναίκες. Είναι ένα βιβλίο που αφορά στα κάθε είδους στοπ, στο χαμηλό ταβάνι που θέτουν οι άλλοι (κοινωνία, οικογένεια, κοινωνική τάξη, γεωγραφική μοίρα) στους ανθρώπους που έχουν ορμή και δυνατότητες να δημιουργήσουν κάτι. Η Βιρτζίνια Γουλφ καλεί όλους αυτούς που βιώνουν τον αποκλεισμό να παραμείνουν ο εαυτός τους. Να κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα και να τη μετατρέψουν σε συγγραφικό υλικό. Η κυρία Γουλφ λέει σκληρές αλήθειες. Ισως τελικά αυτή είναι η γοητεία – και η παραμυθία – της λογοτεχνίας. Εδώ οι λέξεις γίνονται πράξεις. Φτιάχνουν μυαλό. Οταν είναι αρκετά δυνατές, μπορούν να αλλάξουν – τουλάχιστον αυτούς που τις διαβάζουν.