Η κυβέρνηση, πιστή στις προεκλογικές εξαγγελίες των τριών κομμάτων που τη στηρίζουν, εμμένει στην αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Το πλαίσιο, τα πιθανά στάδια και η χρονική τοποθέτησή της είναι συγκεχυμένα. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να θέσουμε τις παραμέτρους της ενδεχόμενης αναδιαπραγμάτευσης με τους εταίρους για αλλαγή των όρων του 2ου πακέτου στήριξης.

Είναι απίθανο – και λάθος – να αρχίσει καν διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης χωρίς να έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων ο κοινός στόχος, ο οποίος πρέπει να ικανοποιείται από την όποια κατάληξη. Με τα σημερινά δεδομένα, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020. Πρέπει μέχρι το 2020 η Ελλάδα να είναι σε θέση να εξυπηρετεί το χρέος της με ίδιες δυνάμεις. Με τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο, η χώρα στηρίζεται μέχρις ότου επιτύχει πλεονάσματα – αξιόπιστα και διατηρήσιμα. Στο Eurogroup της 21/2, δόθηκε (προφορική μόνο) διαβεβαίωση ότι η στήριξη θα συνεχιστεί μέχρι το 2020. Δηλαδή, με πλεονασματικό προϋπολογισμό, η αναχρηματοδότηση παλαιού χρέους, όσο χρειάζεται, θα καλύπτεται από τους εταίρους.

Το 2020 είναι κρίσιμο γιατί αρχίζουν οι αποπληρωμές των δανείων της τρόικας. Εάν η Ελλάδα δεν μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της τότε, ή θα χρεοκοπήσει ή πρέπει να γίνει κούρεμα των δανείων του επίσημου τομέα. Είναι αδύνατον όμως να χρηματοδοτούν οι προϋπολογισμοί της Ευρώπης την Ελλάδα με τη βεβαιότητα ότι στο προσεχές μέλλον θα υπάρξει χρεοκοπία ή κούρεμα. Το δε ΔΝΤ έχει πρόβλημα να το κάνει, από το καταστατικό του.

Ο σχεδιασμός του πακέτου στήριξης είναι τέτοιος ώστε ο στόχος της εξόδου στις αγορές να είναι εφικτός, παρά το ότι το χρέος θα είναι υψηλό. Η υπόθεση στην οποία βασίζεται η «οριστική» έξοδος από την κρίση θέλει να έχουμε συστηματικά πλεονάσματα για μια πενταετία και χαμηλές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους. Οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, λόγω των εξαιρετικά ευνοϊκών επιτοκίων της τρόικας, αναμένονται κάτω από 5% του ΑΕΠ. Για μια επιτυχή διαπραγμάτευση, η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι σε θέση να αντιπροτείνει «σενάριο οριστικής εξόδου από την κρίση» αντίστοιχης αξιοπιστίας. Ας δούμε το διαφαινόμενο πλαίσιο διαπραγμάτευσης.

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ. Κατά τις προγραμματικές δηλώσεις, ο Πρωθυπουργός δήλωσε πως «η Ελλάδα δεσμεύεται στον στόχο, η πορεία πρέπει να αλλάξει». Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Η απαγκίστρωση από τους επαχθείς όρους του Μνημονίου (όπως άλλαξε η ρητορική μετεκλογικά αφήνοντας στην άκρη την απαλλαγή από το Μνημόνιο) με την τριετή επιμήκυνση φορτώνει το ελληνικό χρέος με πάνω από 20 δισ. νέου χρέους, ή πάνω από 10% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι προβλέψεις του κειμένου σύγκλισης των τριών κομμάτων φορτώνουν στο χρέος τουλάχιστον άλλα 14 δισ. ή 7% του ΑΕΠ για την αντιστροφή των «αδικιών» του PSI.

Η υποτιθέμενη στρατηγική αναδιαπραγμάτευσης καταλήγει το 2020 με τη χώρα, αν όλα τα άλλα πάνε ρολόι, με χρέος 137% του ΑΕΠ και στην καλύτερη περίπτωση μόνο δύο χρόνια πλεονασμάτων. Η έξοδος στις αγορές γίνεται πρακτικώς αδύνατη, ενώ το κούρεμα των δανείων του επίσημου τομέα σχεδόν βέβαιο. Είναι προφανές ότι η τριετής επιμήκυνση μπορεί μεν να αμβλύνει τις επιπτώσεις της προσαρμογής, να απαγκιστρώνει από επαχθείς όρους του Μνημονίου, πλην όμως αγκιστρώνει πολύ βαθύτερα τη χώρα και τις επόμενες γενεές, για πολλά χρόνια, σε αλλεπάλληλα Μνημόνια. Το πολύ δύσκολο είναι να συναινέσουν σήμερα οι εταίροι σε αύξηση του πακέτου κατά τουλάχιστον 50 δισ. (20 δισ. νέα ελλείμματα και 30 δισ. αναχρηματοδότηση χρέους μετά το 2015 – για την οποία σήμερα υπάρχει μόνο προφορική υπόσχεση, «αν χρειαστεί»).

Δυστυχώς, η θέση της Ελλάδας είναι τόσο δεινή ώστε η ελάφρυνση των επιπτώσεων σημαίνει κούρεμα των δανείων του επίσημου τομέα και διαιώνιση των Μνημονίων. Αυτό συνεπάγεται και κάποιου είδους πολιτική διευθέτηση της μακροπρόθεσμης θέσης της χώρας στην ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό προκειμένου να μη διαλυθεί η κοινωνία. Πλην όμως, αλλιώς θα διαπραγματευθείς όταν στο τραπέζι εκ των πραγμάτων τίθεται η προοπτική Μνημονίων μέχρι το 2030 (ή και παραπέρα) και αλλιώς για την απαλλαγή από το Μνημόνιο.

Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει να επιδείξει ελάχιστα όσον αφορά διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις, δεν έχει καμιά τύχη σε διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης σήμερα. Η μόνη οδός είναι η ραγδαία εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και η ραγδαία προώθηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Η Ελλάδα θα μπορέσει να διαπραγματευθεί μόνον αφού έχει επιδείξει σημαντική πρόοδο στην εκτέλεση του προγράμματος. Οχι για τιμωρητικούς λόγους, αλλά για να μπορεί ο αντισυμβαλλόμενος να καθήσει στο τραπέζι χωρίς να πρέπει να έχει προαποφασίσει το κούρεμά του.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΙΣΚΟ. Ο κ. Στουρνάρας έχει δείξει ότι κατανοεί πλήρως τη συγκυρία και τους περιορισμούς – δικούς μας και των εταίρων. Ο κ. Σαμαράς φαίνεται διατεθειμένος να κάνει ό,τι απαιτείται για να μείνει στην εξουσία. Ο κ. Κουβέλης ψάχνεται στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από τον (νηφάλιο, οπωσδήποτε) αντιμνημονιασμό δύο ετών. Το πρόβλημα και το μεγάλο ρίσκο είναι η πολιτική Βενιζέλου. Ο κ. Βενιζέλος πιέζει για διαπραγμάτευση προς συνολική λύση τώρα. Με ακροβατισμούς στην οικονομική ανάλυση ισχυρίζεται πως το χρέος μπορεί να μειωθεί κατά 91 δισ. – και αυτή η μείωση πρέπει να είναι, μαζί με την τριετή (τουλάχιστον διετή) επιμήκυνση, το αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, οι πρόσθετες απαιτήσεις χρηματοδότησης παραμένουν. Η τακτική αυτή βασίζεται στην «εκβίαση» πολιτικής απόφασης υπέρ της Ελλάδας, τώρα, στην αναμπουμπούλα με Ισπανία – Ιταλία. Η ελληνική απραξία όμως καθιστά το στοίχημα αυτό πολύ επικίνδυνο. Μέσα στην αναμπουμπούλα, μπορεί πολύ εύκολα η πλάστιγγα να γείρει από την άλλη πλευρά.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει με τη συνολική αναδιαπραγμάτευση αφορά τη ροή των εκταμιεύσεων. Οσο πιο αβέβαιη είναι η κατάληξη της διαπραγμάτευσης τόσο πιο δύσκολη είναι η εκταμίευση με «τα πάντα στον αέρα». Οι εκταμιεύσεις είτε θα περιοριστούν στο ελάχιστο της αναχρηματοδότησης χρέους, οπότε η διάλυση της κοινωνίας είναι βέβαιη, είτε θα απαιτούνται εμπράγματες εγγυήσεις, οπότε η πολιτική διάλυση είναι βέβαιη.