Είναι ώρα τώρα γι’ αστεία; Αμ δεν είναι. Ας όψεται το στοίχημα που έβαλα με τον μικρό μου εαυτό. «Δεν θα χάσεις το χιούμορ σου», «Δεν θα χάσεις το χιούμορ σου», «Δεν θα χάσεις το χιούμορ σου». Κάπου μέσα στη φράση έτρεχε κι ένα «μαλάκα» αλλά το απέσυρα κατόπιν γενικής απαιτήσεως του πολυπληθούς κοινού μου.

Τώρα λοιπόν που δεν χάσαμε το χιούμορ μας, καιρός να βρούμε και τη σοβαρότητά μας. Πού να τη βρούμε όμως; Κάτι άκουσα ότι υπάρχει άφθονη στην Κόστα Ρίκα. Αλλωστε αυτός ήταν κι ο βαθύτερος λόγος που ο Αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (άλλα γέλια πάλι) κύριος Γεώργιος Παπανδρέου (κατά κόσμον Γιωργάκης και πολύ του πάει) άφησε την Ελλάδα με το αγγούρι στο γνωστό σημείο κι έτρεχε στις εξωτικές αμμουδιές με τους κοκοφοίνικες και τις ιγκουάνες να βρει μια κάποια σοβαρότητα σε καλή τιμή γιατί εδώ τη βρίσκεις μόνο στη μαύρη αγορά. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, μάλλον δεν τη βρήκε και γύρισε πίσω (μαύρη η ώρα κι η στιγμή) άπραγος. Οπως πάντα.

Μετά το τράβελ γκρουπ είχε στο πρόγραμμα Βρυξέλλες. Είχα καιρό να τον δω. Αγνώριστος. Πολύ καταβεβλημένος. Απ’ τον παλιό του εαυτό είχε μείνει μόνο το κόκκινο κασκόλ. Απ’ αυτό τον γνώρισα. Οπως αναγνώρισε κάποτε από το σταυρουδάκι η Ελένη Ζαφειρίου τον Νίκο Ξανθόπουλο στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου». Βέβαια στην ανταπόκριση εκ Βρυξελλών έγραφε από κάτω στο πλάνο η λεζάντα: «Πρόεδρος ΠΑΣΟΚ». Αλλά δεν είχε τα δύο ερωτηματικά για να το σιγουρέψω. Κανονικά έπρεπε να γράφει «Πρόεδρος; ΠΑΣΟΚ;». Οπότε αμέσως αναφωνείς «Αααα ο Χρήσιμος». Ο ευφημισμός στάθηκε πάντα πολύ καλός φίλος στις δύσκολες στιγμές της έκφρασής μου. Οπως και το απαρέμφατον επίσης. «Απαγορεύεται το πτύειν». Το γράφανε στα τρένα όλα τα βαγόνια. Τώρα πια όχι. Ισως δεν υπάρχει κανείς για φτύσιμο πια, όπως και…. «Δεν θα χάσω το χιούμορ μου», «Δεν θα χάσω το χιούμορ μου», «Δεν θα χάσω το χιούμορ μου».

Η αλήθεια είναι ότι κινδύνεψα για μια στιγμή. Ηταν η ώρα κι η στιγμή που είδα τους «τρεις καμπαλέρος στο ίδιο το μέρος», ήτοι τους τρεις αρχηγούς της Εθνικής Συμφιλίωσης «στου Παπαδή- στου Παπαδή- στου Παπαδήμου την αυλή».

Τι φάτσες ήταν αυτές. Τι μουτσούνες. Αυτοί βγήκανε να πούνε συμφωνούμε με μούτρα διαφωνούμε εντελώς. Τι πλήρης διάσταση ήτανε αυτή μεταξύ εικόνας και περιεχομένου. Εκεί ναι, πήγα να σηκωθώ απ’ τον καναπέ (στον οποίο κρύβεται ξαπλωμένη όλη η Ελλάς) και να ουρλιάξω. «Μας κοροϊδεύουν ρεεε. Μας ξεπουλάνε. Αλλά, ευτυχώς, ο Θεός μάλλον τον έστειλε, με πήρε τηλέφωνο ο Οδυσσέας και μου ‘πε πως ο γιος του που είναι κοντά στα έξι τον παρακάλεσε: «Μπαμπά, κάντε μου ένα αδερφάκι. Θέλω έναν αδερφό. Αλλά θέλω οπωσδήποτε να είναι μεγαλύτερός μου». Κι εγώ Αντρέα μου αυτό ζητάω μια ζωή. Ενα κράτος που να είναι καλύτερό μου. Δεν γίνεται αγόρι μου. Δεν γίνεται.