Η αγωνία είναι έκδηλη, κι ας έχουν κυκλοφορήσει ήδη από τον περασμένο μήνα ορισμένα τραγούδια στο Διαδίκτυο, κι ας μπορεί κανείς εδώ και μία εβδομάδα να ακούσει σε κάποιες ιστοσελίδες ολόκληρο τον δίσκο. Σήμερα κυκλοφορεί το νέο άλμπουμ του Λέοναρντ Κοέν, κι είναι γεμάτο με έρωτα και θάνατο, με πόθο και σκοτάδι, κι είναι πιο απαισιόδοξο από ποτέ, και δεν μπορείς να σταματήσεις να το ακούς. Τι είναι αυτό που (ξανα)κάνει τον 77χρονο τραγουδοποιό πολιτιστικό φαινόμενο της εποχής μας; Πώς εξηγείται ότι αυτές οι «Παλιές Ιδέες» – όπως είναι ο τίτλος του άλμπουμ – εξακολουθούν να μας γοητεύουν; Και για να δανειστούμε το ερώτημα ενός αρθρογράφου των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», του Γκόταμ Μαλκάνι, τι έσπρωξε το 2008 τους ανθρώπους που μόλις είχαν ζήσει την κατάρρευση των συνταξιοδοτικών τους ταμείων να σπεύσουν μαζικά – με την παρουσία τους στις συναυλίες – να συμπληρώσουν τη σύνταξη ενός βραχνού γέρου που μια επιτήδεια μάνατζερ του είχε ξαφρίσει όλες τις οικονομίες;

Στο πρώτο τραγούδι του νέου δίσκου, που έχει τίτλο «Going Home», ο καλλιτέχνης λέει πως «θέλει να γράψει ένα ερωτικό τραγούδι, έναν ύμνο στη συγχώρεση, ένα εγχειρίδιο του να ζεις με την ήττα». Να είναι ένα τέτοιο εγχειρίδιο που έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που η μία ήττα έρχεται μετά την άλλη; Μπορούμε, με άλλα λόγια, να μάθουμε για τη ζωή από τα τραγούδια του; «Ενα τραγούδι λειτουργεί σε πολλά επίπεδα», λέει ο Κοέν σε συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στην «Γκάρντιαν». «Απευθύνεται στην καρδιά μέσα από τις περιπέτειες και τις ήττες της, είναι όμως χρήσιμο και για να πλύνεις τα πιάτα ή να καθαρίσεις το σπίτι. Οπως είναι χρήσιμο και ως φόντο για να φλερτάρεις».

Ναι, αλλά μ’ εκείνον υπάρχει ασφαλώς κάτι παραπάνω. Είναι φανερό στη συγκίνηση που κυριαρχεί στις συναυλίες του: στην Ιρλανδία, λέει ο Κοέν στην ίδια συνέντευξη, «το πλήθος ήταν τόσο θερμό, που τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, κι είπα «όχι, δεν μπορώ τώρα να βάλω τα κλάματα», και γύρισα προς το μέρος του κιθαρίστα κι έκλαιγε κι αυτός». Ισως αυτό το κάτι παραπάνω να έχει σχέση με τη σεμνότητα και την ευγένειά του, τον τρόπο που ευχαριστεί το πλήθος βγάζοντας το καπέλο του, αυτή την αρρενωπότητα που – όπως γράφει ο Μαλκάνι – είναι τόσο διαφορετική από τον ματσίσμο που μας οδήγησε σ’ αυτή την κρίση. Ισως η γενιά που, μετά τους πατεράδες της, έχασε με την οικονομική κρίση την εμπιστοσύνη της και στους παππούδες της να έχει ανάγκη από έναν γέρο σοφό για να της δώσει τις πολυπόθητες απαντήσεις. Εναν σοφό που κατ’ ανάγκη θα είναι ποιητής. Που όταν τον ρωτούν τι θα ήθελε να είναι στην άλλη ζωή, απαντά: «Ο σκύλος της κόρης μου». Κι όταν ζητούν τη γνώμη του για την οικονομική κρίση, απαντά: «Everybody knows».