Προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας νέας, αλλά λιγότερο αυστηρής σε σχέση με τα αναμενόμενα, συνθήκης για την οικονομική διακυβέρνηση κινείται η Ευρώπη. Η νέα συνθήκη θα μονογραφεί τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες από τους Πρωθυπουργούς των κρατών-μελών της ΕΕ, πλην της Βρετανίας (η προσχώρησή της αργότερα δεν αποκλείεται), και κατά πάσα πιθανότητα θα επικυρωθεί από τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου. Η νέα συνθήκη σε γενικές γραμμές δείχνει να αντανακλά τις επιδιώξεις της Γερμανίας, να ικανοποιεί τη Γαλλία και να… χωράει την Ιταλία. Ουσιαστικά, όμως, μάλλον «κομίζει γλαύκα» στις Βρυξέλλες αφού πολλές από τις προβλέψεις της υπήρχαν στη συνθήκη του Μάαστριχτ και εξακολουθούν να περιέχονται στη συνθήκη της Λισαβώνας. Το μείζον ερώτημα είναι, φυσικά, πώς μεσοπρόθεσμα θα την υποδεχθούν οι αγορές, προς ικανοποίηση των οποίων δημιουργείται άλλωστε η νέα συνθήκη.

Πάντως, είναι βέβαιο ότι με τη νέα συνθήκη οι πιθανότητες επανάληψης του «φαινομένου Ελλάδα» θα είναι πλέον μηδαμινές. Η «πολυμερής εποπτεία» των εθνικών οικονομιών εντείνεται και ο αυτοματισμός των ποινών εις βάρος των απείθαρχων δημοσιονομικώς κρατών ενισχύεται. Σε ό,τι αφορά ειδικώς την Ελλάδα, τα οικονομικά του κράτους είναι λίγο – πολύ προδιαγεγραμμένα τουλάχιστον έως το 2035. Με βάση τη νέα συνθήκη η Ελλάδα ευθύς μόλις εξέλθει από το καθεστώς του Μνημονίου, δηλαδή το 2015, οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε το χρέος της να μειώνεται με σταθερό ρυθμό και με στόχο τη συρρίκνωσή του εντός μιας εικοσαετίας στο 60% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι αν η Ελλάδα ανταποκριθεί στις επιταγές της νέας συνθήκης, περί το 2035 θα επιτύχει και τον τελευταίο όρο που έθεσε το 1991 η συνθήκη του Μάαστριχτ για τις χώρες του ευρώ, δηλαδή να έχουν δημόσιο χρέος της τάξεως του 60% του ΑΕΠ τους.

ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ. Επί της ουσίας τώρα, με τη νέα Συνθήκη εντείνεται και αυτοματοποιείται ώς ένα βαθμό η διαδικασία των κυρώσεων εις βάρος των απείθαρχων κρατών-μελών, δηλαδή αυτών με ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ. Ανάλογου χαρακτήρα μηχανισμοί υπήρχαν ήδη στη συνθήκη του Μάαστριχτ χωρίς ωστόσο να ενεργοποιηθούν λόγω παλαιότερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Με το ξέσπασμα της κρίσης, όμως, το Βερολίνο απαίτησε την επαναδιατύπωση και την ενίσχυση των κανόνων της ΕΕ. Κάτι που επιτυγχάνεται μόνο «ώς ένα βαθμό» διότι μετά την επιμονή της Γαλλίας, την αρμοδιότητα για την επιβολή των κυρώσεων μάλλον θα εξακολουθήσουν να έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις της ευρωζώνης και όχι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Ο ρόλος της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα είναι επί της ουσίας γνωμοδοτικός και τα περιθώρια αυτεπάγγελτης παρέμβασής τους στις εθνικές οικονομικές πολιτικές θα είναι μάλλον περιορισμένα. Το μόνο που φαίνεται να κατοχυρώνει η Γερμανία είναι η παροχή της δυνατότητας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να επιβάλλει ποινές ακόμη και χρηματικές, ισοδύναμες προς το 0,1% του ΑΕΠ τους, στις χώρες που δεν μεταφέρουν επαρκώς στα εθνικά τους δίκαια τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα» περί υποχρεωτικής εφαρμογής της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο «χρυσόσ κανόνας». Σε ό,τι αφορά ειδικώς τον «χρυσό κανόνα» για τη δημοσιονομική πειθαρχία η Γερμανία επιβάλλει τη θέσπισή του σε όλα τα κράτη-μέλη, αλλά λόγω των αντιρρήσεων της Ιταλίας δέχεται να μην έχει αποκλειστικώς συνταγματικό χαρακτήρα. Ετσι όλα τα κράτη-μέλη θα υποχρεωθούν να ψηφίσουν έναν νόμο, ο οποίος ουσιαστικά δεν θα μπορεί να αλλάζει παρά μόνο από μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής και θα απαγορεύει «διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα μεγαλύτερα του 0,5% του ΑΕΠ στο πλαίσιο ενός οικονομικού κύκλου».

Εξαιρετικά σημαντικό είναι και ότι έπειτα από απαίτηση της Γερμανίας ένα δημοσιονομικώς προβληματικό κράτος-μέλος της ευρωζώνης θα μπορεί να τίθεται υπό καθεστώς Μνημονίου, ακόμη και παρά τη θέλησή του. Αρκεί να συμφωνεί με αυτό μια υπερενισχυμένη πλειοψηφία (85%) των κρατών της ευρωζώνης. Σημαντικό είναι επίσης ότι για την ενεργοποίηση της βοήθειας προς μια χώρα της ευρωζώνης δεν θα απαιτείται πλέον ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών της, αλλά απόφαση του 75% των κρατών της. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μια μικρή χώρα δεν θα μπορεί να μπλοκάρει τη βοήθεια προς μια άλλη χώρα, όπως συνέβη για ένα διάστημα με τη Σλοβενία και τη Φινλανδία για την Ελλάδα. Μια μεγάλη χώρα όμως, από αυτές που υπερβαίνουν το 15% του «ειδικού οικονομικού βάρους» της ευρωζώνης, θα μπορεί να μπλοκάρει τη βοήθεια.