Επιστροφή στις ρίζες ή ερημιά ρεπερτορίου, άρα, καταφυγή ανάγκης. Αναφέρομαι στα κείμενα που φέτος κατακλύζουν τις ελληνικές θεατρικές σκηνές. Υστερα από έναν καταιγισμό ξένου ρεπερτορίου, όπου χάψαμε σχεδόν αμάσητα και ωραία και μέτρια και άθλια κατασκευάσματα της αμήχανης παγκόσμιας δραματουργίας, ήρθε η σειρά ελληνικών έργων της διαχρονίας μας. Ιδού, λοιπόν, και «Ερωτόκριτος» και «Ερωφίλη» και «Φόνισσα» και «Νοσταλγός» του Παπαδιαμάντη και Βιζυηνός και Ξενόπουλος και Ταχτσής και Ιορδανίδου και Ψαθάς και δημοτικό τραγούδι και Καμπανέλλης (δύο έργα) και Αναγνωστάκη (δύο έργα) και Ραγκαβής και Αντώνιος Μάτεσις και μονόλογοι (Μπέλλου) και Παπαδιαμάντης πάλι («Αμερικάνος») και από κοντά νέοι δόκιμοι και τελείως νέοι συγγραφείς και τα γνωστά επιτυχημένα δίδυμα. Εχει αλλάξει πλέον το τοπίο και έχουν σχεδόν κρυφτεί στο καβούκι τους οι μεταμοντέρνοι γυμνοσάλιαγκες που πριν λίγο καιρό κυριαρχούσαν με το σάλιο τους και τα κέρατά τους.

Επαναλαμβάνεται η έξαρση της Κατοχής και της χούντας όπου ο κίνδυνος εκτός από πολιτικός ή οικονομικός ήταν και ηθικός και πολιτιστικός. Τότε οι άνθρωποι αναζητούσαν τη φωνή της ιθαγένειας, την αυθεντία της εμπειρίας και των τραυμάτων, την αλληλεγγύη των συναισθημάτων και το παρηγορητικό βλέμμα του άλλου, του διπλανού. Οταν σκέφτομαι πως εδώ και 20 χρόνια πάνω από 1.200 πτυχιούχοι θεατρολόγοι στις πέντε θεατρολογικές σχολές μας (που να μη τα εκατοστίσουν!) αγνοούσαν τη σκηνική ερμηνεία του «Βασιλικού» , του «Κουτρούλη», του Ξενόπουλου, του Καπετανάκη κ.τ.λ. και απαιτούμε από αυτούς να μάθουν ιστορία του θεάτρου από τα βιβλία κι όταν διαπιστώνουμε συχνά να μην έχουν δει όσο σπουδάζουν ελληνικό έργο παιγμένο, η έκρηξη του παρόντος είναι μια ελπίδα αυτογνωσίας.