Πρόκειται για το έργο με το οποίο ο εξαιρετικός διανοούμενος – συγγραφέας και ακαδημαϊκός, φιλόσοφος, περίφημος θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας και κυρίως δάσκαλος για παραπάνω από μισό αιώνα – Τζορτζ Στάινερ αποχαιρετά τη διδασκαλία. Αισθανόμενος όλο και πιο αβέβαιος όσον αφορά τη νομιμότητα αυτού του ιδιότυπου «επαγγέλματος», ο Στάινερ αναρωτιέται και ψάχνει να βρει «τι εξουσιοδοτεί έναν άνδρα ή μια γυναίκα να διδάξει κάποιο άλλο ανθρώπινο πλάσμα», «πού βρίσκεται η πηγή της αυθεντίας», «ποιοι είναι οι βασικοί τύποι ανταπόκρισης από τους διδασκόμενους», εν ολίγοις ποιες οι σχέσεις μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Τα βασικά σενάρια τροπής της διαδικασίας της διδασκαλίας που διακρίνει ο Στάινερ είναι τρία: ένας δάσκαλος μπορεί και ενδέχεται να καταστρέψει τους μαθητές του, οι μαθητές, μετέπειτα οπαδοί, μπορούν και ενδέχεται να προδώσουν και να καταστρέψουν τον δάσκαλό τους, μαθητές και δάσκαλος παίρνουν μέρος σε μια διαδικασία ανταλλαγής και αλληλεπίδρασης μες στην οποία ο δάσκαλος μαθαίνει από τον μαθητή διδάσκοντάς τον. Οσον αφορά τη διδασκαλία αυτή καθαυτήν, οι τρόποι της είναι και πάλι τρεις: η κατανόηση, απομίμηση και μετάδοση ενός εξ αποκαλύψεως λόγου (δάσκαλος της Τορά, ερμηνευτής του Κορανίου, σχολιαστής της Καινής Διαθήκης), η υποδειγματική, επιδεικτική και παραδειγματική διδασκαλία (ο δάσκαλος δείχνει είτε με το χέρι του στον πίνακα είτε με το παράδειγμά του στη ζωή) και τέλος η διδασκαλία ως άσκηση σχέσεων εξουσίας (ο δάσκαλος έχει ψυχολογική, κοινωνική, ακόμη και σωματική εξουσία πάνω στους μαθητές του).