Το 1756 ήταν μία από τις καλές χρονιές για τους καλόγερους στη Μονή Ντίμιοβας στη Μεσσηνία. Αξιοποιώντας την προνομιακή σχέση τους με την Παναγία αποδέχτηκαν για λογαριασμό της το χωράφι που τους αφιέρωσε ο ντόπιος Παναγιώτης Πετράκης, «όσο και αν είναι, διά την υγείαν του παιδίου μου να το βοηθά η Χάρη της και να το κάνη ως θέλει και βούλεται με τους ευρισκομένους Πατέρες». Το 1798 μία επιστολή αντίστοιχης απόγνωσης έφτασε στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Ορους, περιέχοντας την επιθυμία ενός λαϊκού να καταθέσει εντόκως στο μοναστήρι το ποσό των 1.000 γροσίων. Μια δεκαετία αργότερα, οι μοναχοί της Βόνιτσας ανάβουν ένα κερί στον Θεό τους και ένα στον… Αλή Πασά, ο οποίος με φιρμάνι κατοχυρώνει τα σύνορα της Μονής Αγίας Παρασκευής. Οι απειλές του οθωμανού αξιωματούχου είναι πάνω-κάτω οι ίδιες που ακούγονται και σήμερα από αγανακτισμένους νεοέλληνες κάθε φορά που πρέπει να χωρίσουν τα τσανάκια τους, ελλείψει εθνικού κτηματολογίου. Απευθυνόμενος κυρίως στους Βλάχους της περιοχής που έβοσκαν τα πρόβατά τους διατάζει ότι, αν παραβιάσουν την ιδιοκτησία της μονής, τους «τρώγει το φίδι την καρδίαν», όπως υπενθυμίζει ο Δημήτρης Δημητρόπουλος στο συλλογικό έργο «Μοναστήρια, οικονομία και πολιτική» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Με αφιερώσεις πιστών, έντοκες καταθέσεις και την προστασία του κράτους στο πλευρό τους τα μοναστήρια είχαν εξελιχθεί στον μεγαλύτερο διαχειριστή real estate της οθωμανικής περιόδου, συνεχίζοντας την καλή παράδοση που είχε ξεκινήσει επί βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σε μια εποχή όπου, κατά τα άλλα, όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, η Μονή Αγίου Παντελεήμονα Τήλου, η Μονή Λειμώνος στην Καλλονή Λέσβου και πολλές μονές της Σάμου παρέδιδαν απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας. Η αιμομικτική σχέση τους με το κέρδος θα φτάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε το 1806 θα δικαιολογεί την κραυγή του ανώνυμου συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» ότι χρειάζονται δάσκαλοι, όχι τεμπέληδες και κλέφτες μοναχοί ή διεφθαρμένοι επίσκοποι.

ΓΗ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΓΗ. Αυτό που στην Τουρκοκρατία θα γίνει επάγγελμα, στη βυζαντινή αυτοκρατορία ξεκινά ως λειτούργημα. Στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης των κτημάτων τους, γράφει ο Κωστής Σμυρλής, της εκτέλεσης εγγειοβελτιωτικών έργων, κατασκευής και διακόσμησης κτιρίων, οι μοναχοί έδιναν δουλειά σε ανειδίκευτους εργάτες και τεχνίτες. Με χρήματα της Μονής Βατοπεδίου (φράση που θα γίνει της μοδός ύστερα από χιλιετίες) οι ντόπιοι κατασκευάζουν έναν πύργο στο Σέμαλτο του Παγγαίου το 1330 και ρετουσάρουν το οικοδομικό προφίλ της Θεσσαλονίκης μετά τον Σεπτέμβριο του 1344. Με τον καιρό, ωστόσο, ο πειρασμός νικάει και τις τελευταίες αντιστάσεις μέσα στα κελιά. Οι μοναχοί το ρίχνουν στις «χρήσιμες επενδύσεις», εκείνες δηλαδή που αυξάνουν την έγγεια περιουσία τους. Από τη μια υποδέχονται τις δωρεές δημοσίων κτημάτων με τη βούλα του αυτοκράτορα και από την άλλη αγοράζουν αμπέλια, δάση και ελιές. Οι περισσότερες γαίες, πάντως, περιέρχονται στα χέρια τους από τις αφιερώσεις των αμετανόητων, ευκολόπιστων και πάντα προδομένων λαϊκών.

Υστερα από την ιδιότυπη αναδιανομή εδαφών, η στιγμή για την ίδρυση μιας αγροτικής τράπεζας – έστω και στην πιο πρωτόγονη μορφή της – δεν αργεί. «Χρήσιμες για την οικονομία ήταν οι πιστώσεις που τουλάχιστον κάποια μοναστήρια χορηγούσαν σε εμπόρους και πιθανόν και σε αγρότες», υποστηρίζει ο Κ. Σμυρλής. Παράλληλα, «τα μοναστήρια λειτουργούσαν και ως τράπεζες, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάποιους να αποθέσουν χρήματα και τιμαλφή προς φύλαξη… αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα θυρίδες θησαυροφυλακίου». Η χρονογέφυρα δεν σταματάει στα κελιά-μπιζουτιέρες. Επτά αιώνες προτού το off shore περάσει από τα φροντιστήρια αγγλικής στο νεοελληνικό λεξιλόγιο, τα μοναστήρια χρησιμοποιούσαν πλοία για να επικοινωνούν με τα μετόχια τους και για να μεταφέρουν από αυτά το αγροτικό πλεόνασμα, είτε στο ίδιο το μοναστήρι για τις ανάγκες του, είτε σε αγορές προς πώληση. Με τον τρόπο τους, συμμετείχαν στην τροφοδοσία των πόλεων, ειδικά της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.