«Εξω πάμε καλά, μέσα δεν πάμε καλά» σημείωνε την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών, συνοψίζοντας με τα λόγια αυτά την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας τόσο με τους εκπροσώπους του τραπεζικού λόμπι IIF για το ζήτημα της μείωσης του ελληνικού χρέους όσο και με τους εκπροσώπους της τρόικας για το νέο πρόγραμμα οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα. Ωστόσο, την ίδια ώρα οι δανειστές θέτουν ως όρο για τη νέα σύμβαση την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών στην αγορά εργασίας και απαιτούν πάγωμα των μισθών για τουλάχιστον τρία χρόνια.

Το «έξω πάμε καλά» σχετίζεται με τα μηνύματα που λαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες οι κυβερνητικοί παράγοντες τόσο από το IIF όσο και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο μάλλον δείχνει διαθέσεις ελαστικότερης αντιμετώπισης του ελληνικού ζητήματος. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή των υπάρχοντων ελληνικών κρατικών ομολόγων με νέα, των οποίων η ονομαστική αξία θα είναι μειωμένη κατά 50%, πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει κλίμα συνεννόησης ανάμεσα στις ελληνικές Αρχές και τους εκπροσώπους των ομολογιούχων (το IIF), κυρίως δε σε σχέση με τα νέα επιτόκια δανεισμού, δηλαδή το λεγόμενο «κουπόνι».

Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη διάθεση του ΔΝΤ να αποδεχθεί τελικώς τις υπάρχουσες αναλύσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και να μην απαιτήσει νέες, ανοίγει ώς έναν βαθμό τον ορίζοντα της ελληνικής οικονομίας και ξεκαθαρίζει το τοπίο. Το ΔΝΤ, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, έδειξε τις διαθέσεις αυτές την περασμένη εβδομάδα, οπότε οι εκπρόσωποί του δήλωσαν στους εκπροσώπους της ΕΕ πως δεν θεωρούν αναγκαία την αναθεώρηση των οικονομετρικών υποδειγμάτων βάσει των οποίων αναλύθηκε η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους τον περασμένο Οκτώβριο. Παράγοντες του ΔΝΤ είχαν αφήσει να εννοηθεί, πριν από τις γιορτές, ότι τα δεδομένα που υπήρχαν τον Οκτώβριο για την ελληνική οικονομία δεν ισχύουν πλέον, πυροδοτώντας πλήθος δημοσιευμάτων στον ευρωπαϊκό Τύπο.

Ενώ λοιπόν τα εξ Εσπερίας νέα είναι μάλλον καλά, η εικόνα που κυριαρχεί στα ηγετικά κλιμάκια της τρόικας αναφορικά με το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά προβληματική. Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές και κυρίως το άνοιγμα των αγορών της εργασίας και των υπηρεσιών, η αίσθηση των Βρυξελλών είναι πως ελάχιστα πράγματα γίνονται – και αυτά ελλιπώς – ενώ το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα το χαρακτηρίζουν θολό και ακατανόητο.

Οσον αφορά το θέμα της αγοράς της εργασίας, η εκτίμηση της τρόικας είναι ότι θα πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος ώστε οι ονομαστικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα να παγώσουν για τουλάχιστον τρία χρόνια, δηλαδή σε πραγματικούς όρους να μειωθούν. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό μέσω του διαλόγου των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να καταστεί με νομοθετικό τρόπο, σημειώνουν παράγοντες των Βρυξελλών, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη μείωσης του ελάχιστου νόμιμου μισθού στην Ελλάδα και αναθεώρησης του υφιστάμενου συστήματος των συλλογικών συμβάσεων. Στους κόλπους της τρόικας κυριαρχεί επίσης η εκτίμηση ότι τα καθεστώτα εργασίας τέως κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων που πλέον λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια θα πρέπει να μεταβληθούν, ενώ αμφιβολίες διατυπώνονται και για την πραγματική βούληση του ελληνικού πολιτικού συστήματος να ανοίξουν τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα.

ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΑΖΑΡΙ. Εκ των ανωτέρω είναι λοιπόν σαφές ότι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα κινούνται επί ξυρού ακμής. Η προβλεπόμενη για την ερχόμενη Δευτέρα άφιξη της τρόικας στην Αθήνα επισήμως δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, ενώ σε σχέση με την ημερομηνία αναχώρησής της προς το παρόν κανείς δεν διακινδυνεύει πρόβλεψη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι για να εφαρμοσθεί το νέο πρόγραμμα και για να λάβει η Ελλάδα την επόμενη, γενναία, οικονομική ενίσχυση, θα πρέπει οι ιθύνοντες της τρόικας να πείσουν τους δανειστές της χώρας ότι για τα επόμενα τρία χρόνια η Ελλάδα θα πράττει τα δέοντα όποια και αν είναι η κυβέρνησή της.