Καθώς διανύουμε πλέον προεκλογική περίοδο, χρήσιμο είναι να θυμηθούμε μερικές από τις βασικές κομματικές προκείμενες που έχουν από καιρό παραμεριστεί, σε σχέση με τις οποίες το Μνημόνιο αποτελεί μεταγενέστερην και εξωγενή υπόθεση: αναφέρομαι στις τηλεοπτικές αερολογίες και στα ευχολόγια που ξορκίζουν τον «ξύλινο λόγο» των πολιτικών κομμάτων και αντ’ αυτού προσδοκούν από τους πολιτικούς να πουν «επιτέλους την αλήθεια στον λαό», να σκύψουν πάνω στα «πραγματικά προβλήματα της ανεργίας, της υγείας» κ.λπ., να «ενδιαφερθούν για τον πολίτη» και άλλα εύηχα και ευκοίλια παρόμοια που κάθε σταυροποδαρούσα και κάθε σταυροπόδης εκφωνεί στα κουβεντολόγια των πάνελ.

Αλλ’ αυτή είναι η οριζόντια αντιμετώπιση που ισοπεδώνει όσο και η νέα φορολογική νομοθεσία. Διότι έτσι, η «αλήθεια» και «τα προβλήματα» των πολιτών εμφανίζονται ως ασπόνδυλη και αδιαφοροποίητη ρευστή ύλη την οποία καθένα κόμμα ευλόγως ισχυρίζεται πως είναι το καταλληλότερο για να την βάλει στο αυλάκι. Για την θρασομανούσα ανεργία, λόγου χάρη, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και ο ΛΑΟΣ και η Αριστερά διαλαλούν πως έχουν την σχετική λύση στο πολιτικό πρόγραμμά τους – σαν να στέκονται οι πολίτες μπροστά στους πάγκους των μανάβικων και να γυρεύουν τις συμφερότερες προσφορές για το ίδιο ακριβώς προϊόν.

Με τέτοιαν χαζή και απολίτικη διαβουκόληση, που εξικνείται από την ανεργία και φθάνει έως τα δικτυωτά για τις πίπτουσες πέτρες των Τεμπών, ο «ξύλινος λόγος» της πολιτικής δεν απο-ξυλούται. Για να απαγγαλεί από την νωθρότητα των αόριστων υποσχέσεων και ν’ αποκτήσει ενεργό περιεχόμενο, ο πολιτικός λόγος θα πρέπει να ξαναθυμηθεί τη μερικότητά του, που δηλώνεται με την λέξη κόμμα (= κομμάτι, απόκομμα). Οτι, δηλαδή, ένα κόμμα δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλους τους πολίτες για όλα τα προβλήματά τους γενικώς και αορίστως, παρά αντιθέτως αποσκοπεί να εξουσιάσει στην κοινωνία για να ικανοποιήσει τα συμφέροντα μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης (ή μιας συμμαχίας τάξεων) εξασφαλίζοντας παράλληλα και την ανοχή των υπολοίπων πολιτών, στον βαθμό που οι τελευταίοι δεν κυριαρχούν και έτσι πειθαναγκάζονται ν’ αποδεχθούν το μικρότερο γι’ αυτούς κακό. Με αυτήν την έννοια, πρέπει να αναρωτιόμαστε προς ποιους ψηφοφόρους αποτείνεται το καθένα πολιτικό κόμμα: και προς τους εφοπλιστές και προς τις αμίλητες εργάτριες της Δραπετσώνας, δεν είναι εφικτό. Γιατί η πίτα είναι μία, αν επομένως κάποιος καταφέρει να κόψει το μεγαλύτερο κομμάτι αφήνει για τους υπόλοιπους το μικρότερο ή τα ψίχουλα.

Ετσι φθάνουμε στο ΚΚΕ και στην Αριστερά, θα σπεύσουν κάποιοι. Οχι ακριβώς, καθώς βλέπουμε ότι προς το παρόν τουλάχιστον αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί περιορίζονται να αναπαραγάγουν, και με παρόμοια συνθηματολογία μάλιστα, το πολιτικό θεώρημα του Ανδρέα Παπανδρέου για τους «μη προνομιούχους» και για την Ελλάδα που «ανήκει στους Ελληνες». Και όλα δείχνουν ότι θα μείνουν καθηλωμένα σε αυτήν την παλαιότροπη πολιτική ρητορεία – αν εξαιρέσουμε την Δημοκρατική Αριστερά που τουλάχιστον έχει αποφύγει μέχρι τώρα την αντιπασοκική όσο και την αντιδεξιά έξαρση.

Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και να αποφύγουμε τον απολίτικο χυλό της σκόπιμα ισοπεδωμένης πολιτικής συζήτησης των καναλιών, τα κριτήρια με τα οποία θα ψηφίσουμε πρέπει να διαμορφωθούν ταξικά, όπως τέτοια είναι και των π.χ. μεγαλοϊδιοκτητών. Με αυτά τα κριτήρια θα διαβάσουμε τα πολιτικά προγράμματα και θ’ ακούσουμε τους προεκλογικούς λόγους: ότι ο ΛΑΟΣ, ας υποθέσουμε, αναγράφει εντίμως στο πρόγραμμά του ότι εκφράζει καταρχήν και πάνω απ’ όλα την ακμαία εφοπλιστική τάξη και μας καλεί να συμμαχήσουμε ή να ανεχθούμε την εξουσία της ακόμη κι αν διάγουμε ως υπαίθριοι κουλουροπώλες, καθώς οι προτάσεις των άλλων κομμάτων δεν πείθουν. Και προπαντός όσο πιο πολύ μας φλομώνουν οι (δεξιοί και αριστεροί) πολιτικοί ηγέτες για την «εθνική κυριαρχία» και «για την Ελλάδα» και «για τα προβλήματα του βασανισμένου λαού μας», τόσο πιο κουμπωμένοι να είμαστε.

Οσο για την «αλήθεια», δεν την ψάχνουμε: κατά τον Μπρεχτ, είναι γνωστή.

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

dsouliot@gmail.com