Η Σοφί Μαρσό έκλεισε τα σαράντα πέντε και ωρίμασε. Από ωραίο κορίτσι έγινε όμορφη γυναίκα. Η νεαρή πρωταγωνίστρια της γαλλικής ταινίας των 80s «La Boum» εξελίχθηκε σε ηρωίδα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Και μάλιστα σηκώνει πάνω της τον θεατρικό μονόλογο «Ιστορία μιας ψυχής», που παρουσιάζεται στο Παρίσι, στο θέατρο «Ρον Πουάν».

«Είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας γυναίκας. Ενα κείμενο τόσο γυναικείο που εκπλήσσεσαι ότι το έγραψε άνδρας. Διηγείται τη ζωή της μόνη στη σκηνή, αναλογίζεται τον αποτυχημένο γάμο της, θυμάται τον νεκρό σύζυγό της, κάνει άλματα στον χρόνο. Είναι 43 ετών και σε λίγο θα πεθάνει. Απαριθμεί τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή της και σημάδεψαν την ύπαρξή της: πατέρας, μητέρα, γκουβερνάντα». Η Σοφί Μαρσό μιλά για τον ρόλο της χωρίς να δείχνει ότι την διακατέχει η ισχυρή προσωπικότητα αυτής της γυναίκας. «Μπορώ να ταιριάξω με οτιδήποτε» είναι το μότο της ηθοποιού. Η οποία πρώτα εισέπραξε την καλλιτεχνική αναγνώριση με το κινηματογραφικό βραβείο Σεζάρ το 1983 και στη συνέχεια είχε την εμπειρία της σχέσης μούσας – δημιουργού με τον σκηνοθέτη Αντρέι Ζουλάφσκι.

Οποιες κι αν ήταν οι ταινίες στις οποίες έπαιξε, οι έρωτες τους οποίους γνώρισε, η Σοφί Μαρσό είχε το κοινό με το μέρος της που παρακολουθούσε τις φάσεις της ζωής της από την πρώτη της εμφάνιση έως τον ερχομό του δεκαεξάχρονου γιου και της εννιάχρονης κόρης της. «Είναι αλήθεια πως είμαι υπερπροστατευτική. Εχουν δει μόνο μία ταινία μου. Είμαι αγχώδης μητέρα και αυστηρή. Είναι ίσως υπερβολικό, γιατί βλέπω τα παιδιά άλλων γνωστών γονέων να διαχειρίονται τη διασημότητα των δικών τους. Ορισμένα όμως δεν τα πάνε καλά. Κυρίως όμως είμαι η μητέρα τους και θέλω τα παιδιά μου να με μάθουν μέσα από αυτόν τον ρόλο και μόνο».

Οπως εξηγεί η γαλλίδα ηθοποιός στην εφημερίδα «Liberation», έχει αποκτήσει ένα είδος ανοσίας απέναντι στη φήμη, στις δημόσιες σχέσεις, στην υπερπροβολή των μίντια. Το δικό της μονοπάτι είναι υποφωτισμένο και δεν είναι πάντα στρωμένο με το κόκκινο χαλί των λαμπρών κινηματογραφικών συναθροίσεων. «Διατήρησα την υγεία μου, ένας Θεός ξέρει πώς, έτσι όπως είναι το επάγγελμα του ηθοποιού. Δεν συναναστρέφομαι τον κόσμο του σινεμά. Αγαπώ τη ζωή, τους ανθρώπους, τον κόσμο, αλλά δεν είμαι καλή στα κοινωνικά παιχνίδια. Βέβαια, μπορώ να υποδυθώ και να τα παίξω καλά. Ομως δεν έχω όρεξη και με κουράζουν». Εχει όμως να παρατηρήσει και κάτι για τη διαχείριση εικόνας και καριέρας που κάνουν οι νεότερες του χώρου της: «Εναι πολύ καλές σε αυτό. Σήμερα σε κρίνουν από το στυλ σου, από τους άνθρωπους με τους οποίους είσαι μαζί, από τα μέρη όπου συχνάζεις. Οι νέες ηθοποιοί τα καταφέρνουν καλά».