Η πρόβα στο δημοτικό σχολείο Καλπακίου για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου διακόπτεται όταν ο Βασίλης Ζαχάρης μπαίνει στην αίθουσα. Τα παιδιά μαζεύονται ολόγυρά του. Φορά τραγιάσκα, στρόγγυλα γυαλιά και το στόμα του το κρύβει ένα παχύ, λευκό μουστάκι. Εδώ και οκτώ χρόνια είναι ο παραμυθάς του χωριού. Τέτοιες μέρες διηγείται στους μαθητές ιστορίες από τον πόλεμο του ’40. «Ημουν και εγώ τότε σαν κι εσάς, στην ηλικία σας», τους λέει. «Ηταν δύσκολα χρόνια εκείνα. Εμείς ζήσαμε την πείνα και την ξυπολησιά. Μαζεύαμε ρούχα και χλαίνες που είχαν αφήσει οι στρατιώτες πίσω τους. Θυμάμαι κόσμο να ψάχνει τους νεκρούς Ιταλούς. Κόβαμε τα λάστιχα από τα οχήματά τους για να φτιάξουμε παπούτσια και μένα μου έραψαν πασχαλιάτικο κοστούμι από ιταλικό αντίσκηνο». Τότε ζούσε στον Ελαφότοπο. Σήμερα κατοικεί στο Καλπάκι. Από το σπίτι του βλέπει τον «Μαχητή». Ενα μπρούντζινο άγαλμα ύψους πέντε μέτρων, κάτω από τα πόδια του οποίου βρίσκονται 174 κουτιά με λείψανα νεκρών στρατιωτών. Από εκεί φαίνεται το ύψωμα Γκραμπάλα όπου έγιναν κρίσιμες μάχες ανάμεσα σε Ελληνες και Ιταλούς. Δείχνει τις κορυφές, μιλά για τις συγκρούσεις και απαγγέλλει ένα τραγούδι που έγραψε στον πόλεμο ένας ξάδελφος της συζύγου του για τη δική του αγαπημένη: «Φεύγω για τον πόλεμο γλυκιά μου και για τα σγουρά σου τα μαλλιά/ και αν της μοίρας μου είναι γραμμένο κούκλα μου να μη σε ξαναδώ/ το στερνό φιλί θα ‘ναι δοσμένο εις την μπούκλα εκείνης που αγαπώ/ κάτω απ’ το σκοτάδι μου τον τάφο θα ‘ρχονται δυο μάτια γαλανά/ και θα κλαίν’ για μένανε του κάκου για χαμένα όνειρα γλυκά».