Ο Χέλμουτ Σμιτ ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, παίρνει μια τζούρα και αρχίζει να απαντά στην ερώτηση του δημοσιογράφου. Για τους εθισμένους στην ταχύτητα των σποτ τηλεθεατές, ο Χέλμουτ Σμιτ έρχεται από άλλη εποχή. Αλλά ο λόγος του, πυκνός και μεστός, καθηλώνει. Οταν τον ακούς έχεις την εντύπωση ότι σου λέει να βάλεις και το κόμμα, γιατί ακολουθεί δευτερεύουσα πρόταση. Αρκεί απομαγνητοφώνηση και κατευθείαν στο τυπογραφείο για εκτύπωση. Του στοίχισε όμως ο θάνατος της γυναίκας του Λόκι Σμιτ πριν από έναν χρόνο, που τον συντρόφευε από το 1942. Ούτε πιάνο πλέον μπορεί να παίξει, όπως έπαιζε παλιότερα, παρά τη μειωμένη στο μισό ακοή του.

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ. Η διαύγεια του 92χρονου σήμερα Χέλμουτ Σμιτ παραμένει εντυπωσιακή. Ο λόγος του είναι αναπόφευκτα μια αναδίφηση στην Ιστορία. Οταν, για παράδειγμα, εξηγεί πώς φτάσαμε στη σημερινή έκρηξη των κρατικών χρεών, παραπέμπει στον Κέινς που σφράγισε την οικονομική σκέψη το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η πρόταση του Κέινς είχε δύο σκέλη, λέει. Αύξηση του κρατικού δανεισμού όταν η οικονομία χρειάζεται ενέσεις ανάπτυξης, αλλά και εξοικονόμηση στις καλές εποχές. Τα κράτη εφάρμοσαν μόνο το πρώτο σκέλος του Κέινς, παραμελώντας εντελώς το δεύτερο.

Στην ελληνική κρίση χρέους ήταν από την αρχή σαφές ότι ή θα έπρεπε να σωθεί η Ελλάδα ή θα έπρεπε να σωθούν οι τράπεζες- πιστωτές. Τώρα φτάσαμε στο σημείο να επιχειρούνται ταυτόχρονα και τα δύο. «Είναι ένας άκρως δυσάρεστος συνδυασμός», διαπιστώνει ο Σμιτ. «Η αντίδραση της Καγκελαρίου Μέρκελ και του Προέδρου Σαρκοζί ήταν ανεπαρκής. Και στο τέλος το αποτέλεσμα είναι δυστυχώς να πληγεί σημαντικά η εικόνα που έχει ο ελληνικός λαός για τους Γερμανούς». Στις τελευταίες του συνεντεύξεις χρησιμοποίησε πολύ δραστικότερες εκφράσεις μπροστά στους κινδύνους για το ευρώ, με την απειλή ότι «θα τους πάρει ο διάολος» αν δεν σώσουν την Ελλάδα.

Ο Σμιτ δεν υπήρξε ποτέ δημεγέρτης. Ως πολιτικός δεν απευθυνόταν στο συναίσθημα, αλλά στη λογική του πολίτη. Με σπουδές Οικονομίας, μετά την απελευθέρωση από την αιχμαλωσία του στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ο πολιτικός της σύνεσης με την αυστηρή, πρωσική αυτοπειθαρχία. Και όταν κάποτε ρωτήθηκε αν έχει οράματα, απάντησε: «Ο πολιτικός που έχει οράματα πρέπει να αναζητήσει ψυχίατρο». Τον χαρακτήριζε η αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων από την αρχή της πολιτικής του καριέρας, όταν ως νεαρός υπουργός Ασφαλείας στη γενέτειρά του, το Αμβούργο, το 1962 φόρεσε τις γαλότσες και βγήκε για να αντιμετωπίσει με τους συμπολίτες του τον πλημμυρισμένο Ελβα.

Εγινε κυβερνήτης δήμαρχος του Αμβούργου, πέρασε από τα υπουργεία Αμυνας και Οικονομικών, έγινε ο 5ος Καγκελάριος της Γερμανίας μεταπολεμικά, από το 1974, όταν παραιτήθηκε ο Βίλι Μπραντ, μέχρι το 1982. Το πολιτικό στυλ του Χέλμουτ Σμιτ δεν ήταν οπωσδήποτε προσφιλές στον κόσμο. Επειτα από μία οκταετία στην καγκελαρία, οι Γερμανοί είχαν κουραστεί από το αυστηρό ύφος του Σμιτ, ο οποίος από καθέδρας τους έλεγε πάντα τι πρέπει να κάνουν. Ανακουφίστηκαν με τον διάδοχό του Χέλμουτ Κολ που τότε θεωρούνταν μετριότητα, ένας από αυτούς. Με σιδερένια πειθαρχία αντιμετώπισε στη δεκαετία του ’70 τη μεγάλη πρόκληση της τρομοκρατίας της RAF. Είχε αποφασίσει ότι το κράτος δεν επιτρέπεται να υποταχθεί στην τρομοκρατία, έστω και αν αυτό κόστισε τον θάνατο του ομήρου της RAF, προέδρου των Γερμανών βιομηχάνων Μάρτιν Σλάιερ. Με την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για την ορθότητα των επιλογών του επέβαλε στα τέλη της δεκαετίας την απόφαση του ΝΑΤΟ για την εγκατάσταση των πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ στη Δυτική Ευρώπη, αντιμέτωπος με τις μαζικότερες διαδηλώσεις που είχε δει μεταπολεμικά η Γερμανία.

Τότε ήταν σε πολλούς μισητός. Σήμερα είναι ένας ζωντανός θρύλος. Παρακολουθεί ανελλιπώς τις επίκαιρες εξελίξεις και δείχνει πλήρη κατανόηση για τους νέους που διαδηλώνουν κατά της βιομηχανίας του χρήματος. «Ο σαρκοβόρος, αρπακτικός καπιταλισμός είναι κίνδυνος για το μέλλον μας. Χαρακτήρισα έτσι τον καπιταλισμό των αγορών πριν από περίπου 15 χρόνια. Το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι – και όχι μόνον οι νέοι – οργίζονται για ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο έχει χαθεί κάθε μέτρο, είναι απολύτως κατανοητό. Το πρόβλημα είναι ότι οι διαδηλωτές ασκούν μικρή επιρροή, πέρα από το να κλέβουν οι πολιτικοί τα συνθήματά τους».

Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ. Πολιτικό κληρονόμο του έχρισε πρόσφατα τον Σοσιαλδημοκράτη Πέερ Στάινμπρουκ. Τον προτείνει υποψήφιο Καγκελάριο του SPD για τις εκλογές του 2013 στη Γερμανία. Ο Στάινμπρουκ ήταν υπουργός Οικονομικών στην προηγούμενη κυβέρνηση της Μέρκελ που διαχειρίστηκε με επιτυχία τη χρηματοπιστωτική κρίση όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers. «Αυτός μπορεί», ήταν ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησε η τελευταία έκδοση του περιοδικού «Spiegel» με εξώφυλλο τη φωτογραφία Στάινμπρουκ και Σμιτ.

Ο 62χρονος Στάινμπρουκ τον επισκέπτεται συχνά στο Αμβούργο, συζητούν, παίζουν σκάκι. Μιλούν μεταξύ τους στον πληθυντικό, αλλά με το μικρό όνομα, Πέερ, Χέλμουτ.

Είναι ο μεγαλύτερος βαθμός οικειότητας που θα επέτρεπε ποτέ ο Σμιτ. Η εφημερίδα «Die Zeit» – για πολλά χρόνια ο πρώην Καγκελάριος ήταν εκδότης της – κυκλοφόρησε χθες με φωτογραφία των δύο να παίζουν σκάκι και τον τίτλο: «Η παρτίδα άνοιξε». Αφορμή είναι το νέο βιβλίο με συζητήσεις των Σμιτ και Στάινμπρουκ για την έξοδο από την κρίση, με το οποίο ο πρώην καγκελάριος στέλνει τον διάδοχό του στον αγώνα δρόμου για την καγκελαρία.

Για κορυφαία στελέχη της σημερινής κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Μέρκελ, η κριτική του σπάει κόκαλα. «Είναι μια υποσημείωση της Ιστορίας», είχε πει για τον Γκίντο Βεστερβέλε όταν ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών. Εξίσου αυστηρός είναι με τους δημοσιογράφους. «Αυτό υπάρχει στο βιβλίο. Ναι» λέει στην τελευταία συνέντευξη στο «Spiegel», όταν o δημοσιογράφος διαβάζει ένα ολόκληρο απόσπασμα από το βιβλίο, όπου ο Σμιτ αιτιολογεί, γιατί θεωρεί ότι ο Στάινμπρουκ είναι ο καταλληλότερος για Καγκελάριος.

Ο Στάινμπρουκ είναι περιστασιακός καπνιστής. Ο Σμιτ είναι με βηματοδότη από το 1981. «Πάρε τσιγάρο», του λέει. «Εχω αρκετά».