Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, πολλοί δρόμοι της Αθήνας σταθήκανε η τρανότερη απόδειξη για το τι ακριβώς συμβαίνει – σε σχέση με την οικονομική και την κοινωνική κρίση. Αδιάβατες η Μιχαλακοπούλου και η Μεσογείων, η Πειραιώς και η Καποδιστρίου, όπου τέλος πάντων υπήρχε γνωστό ή λιγότερο γνωστό βενζινάδικο. Ουρές τα αυτοκίνητα μπροστά σε κάθε πρατήριο ώστε να μπλοκάρεται η κυκλοφορία και να έχουμε προσθέσει μόνοι μας ακόμη ένα αδιέξοδο μέσα στα τόσα άλλα. Γεγονός που θα ήταν ακόμη κι αδιάφορο αν δεν αποκάλυπτε μια νοοτροπία υπεύθυνη ωστόσο για ένα πλήθος άλλων αδιεξόδων που ούτε προσωρινά ούτε ανώδυνα είναι. Είχε ανακοινωθεί η απεργία των διυλιστηρίων και ο καθένας έτρεχε να γεμίσει βενζίνη το ρεζερβουάρ για πόσο, για μια, δυο, τρεις, τέσσερις μέρες; Με ποια σκέψη; «Να ‘χω λύσει εγώ το πρόβλημά μου γι’ αυτές τις μέρες και μετά βλέπουμε τι θα γίνει» θα ‘λεγε ο καθένας μέσα του και χωρίς κανένας να τον έχει υποχρεώσει, πειθαρχικότατα, έμπαινε στη σειρά.

«Να ‘χω λύσει εγώ το πρόβλημά μου γι’ αυτές τις μέρες και μετά βλέπουμε τι θα γίνει». Η φράση – κλειδί, η φράση που ξεκλειδώνει όλες τις απορίες για το τι ακριβώς συμβαίνει όχι μόνο στον τόπο μας αλλά στον κόσμο ολόκληρο. Αν μπορούσε να αποσπάσει κανείς τη φράση αυτή απ’ όλα τα μυαλά που μέσα τους κυοφορούνταν και αναπτυσσόταν ραγδαία, την ίδια ακριβώς στιγμή, θα σχημάτιζε ένα πανό που θα περιέζωνε τον πλανήτη ολόκληρο – ίσως να περίσσευε και κάτι. Ενα άγραφο και αθέατο πανό που αντίκρυ του εκατοντάδες πανό εκατοντάδων διαδηλώσεων, γραμμένα και υπογραμμισμένα, αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, σχεδόν ανύπαρκτα.

Ταυτόχρονα όμως το πανό αυτό, το ένα και μοναδικό στην ουσία πανό, που δεν χρειάζεται να το κρατάνε χέρια, αφού εξακοντίζεται από μόνο του σε ύψη που, αν και αθέατα, όλοι μπορούν να το διαβάζουν, έδινε την εξήγηση γιατί τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Οταν ο καθένας νομίζει ότι βολεύοντας για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα τον εαυτό του λύνει έστω και προσωρινά το πρόβλημά του, το πρόβλημα τον παραμονεύει διογκωμένο και αξεπέραστο λίγο παρακάτω.

Αντίθετα, αν όλοι νιώθαμε να δενόμαστε εσωτερικά με τους άλλους, ώστε όταν προκύψει το οποιοδήποτε πρόβλημα – όχι μόνον της βενζίνης – να μην έχουμε φροντίσει να το λύσουμε αυτοσχεδιαστικά μόνο για τους εαυτούς μας αλλά να το μοιραστούμε μαζί στις δυσάρεστες συνέπειές του, ίσως τότε μελλοντικά να υπήρχε μια λύση για όλους.

Αυτή η απίθανη μωρία να φαντάζεται ο καθένας ότι κάτι που το σκέφτονται, ταυτόχρονα, άπειροι άνθρωποι αποτελεί λύση για τον ίδιον σαν να είναι ο μόνος που του έχει περάσει από το μυαλό, μ’ έναν τρόπο μπορεί να εξηγηθεί. Με τη βεβαιότητα ότι διαθέτει έναν βαθμό δύναμης που την στερείται ο άλλος, ώστε σε κάθε δυσκολία να είναι ο ίδιος που θα κατορθώσει να επιζήσει. Και δεν είναι αρκετό ακόμη και το ορατότατο γεγονός του μποτιλιαρίσματος, προκειμένου να εξασφαλίσει λίγες στην ουσία σταγόνες βενζίνης, να τον κάνει να καταλάβει πως η πραγματικότητα είναι άλλη. Πως αν διέθετε πραγματική δύναμη δεν θα στριμωχνόταν και δεν θα ταλαιπωρούνταν προκειμένου να «λύσει» το πρόβλημά του για λίγα εικοσιτετράωρα. Πως το να σπεύδει να πάρει μια θέση στην ουρά είναι γιατί προς την ουρά τον κατευθύνουν όσοι δημιουργούν το πρόβλημα.

Αρα, με τον τρόπο αυτόν τους βοηθάει να γίνονται ακόμη πιο σκληροί και βάναυσοι απέναντί του. Δεν αντιμετωπίζεις όσους συνωμοτούν εις βάρος σου με το να αποδέχεσαι, νομίζοντας επιπλέον ότι είσαι και εφευρετικός, τους κανόνες του παιχνιδιού όπως τους θεσπίζουν.

Τι να περιμένει όμως κανείς από ανθρώπους που η γαϊδουρινή υπομονή της «ουράς» τους είναι ελκυστικότερη από τη διάθεση να επικοινωνήσουν μεταξύ τους για να λύσουν τα προβλήματά τους;

n Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».