Τριπλή γραμμή άμυνας επιχειρεί να στήσει η Ελλάδα, ενόψει της κυοφορούμενης αλλαγής στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου που αναμένεται να δρομολογηθεί ίσως και αύριο, στο πλαίσιο της συνάντησης των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας Ανγκελα Μέρκελ και Νικολά Σαρκοζί.

Σύμφωνα με αρμόδια κυβερνητική πηγή, οποιαδήποτε λύση κι αν επιλεγεί τελικώς η Ελλάδα θέλει να καλύπτει τουλάχιστον τις εξής τρεις προϋποθέσεις:

1 Η χώρα παραμένει μέλος της ευρωζώνης.

2Οι τραπεζικές καταθέσεις είναι εξασφαλισμένες.

3Το χρέος είναι βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο.

Αν και αναγνωρίζει ότι η συμφωνία της 21ης Ιουλίου θεωρείται πλέον ανεπαρκής μεταξύ των πιστωτών της χώρας σε ό,τι αφορά το κούρεμα του 21%, η κυβέρνηση επιλέγει προς το παρόν να μην πάρει ανοιχτά θέση υπέρ της λύσης που προτιμά. Οπως επισημαίνεται, αυτή τη στιγμή έχουν βγει στην επιφάνεια έντονες διαφωνίες μεταξύ των ενδιαφερόμενων πλευρών, το τοπίο θυμίζει κινούμενη άμμο και θα ήταν επικίνδυνο να σπεύσει η Ελλάδα να προκαταλάβει τη συζήτηση. Οι τρεις προϋποθέσεις, ωστόσο, που θέτει συνεπάγονται ασφαλώς κάποιες δεσμεύσεις εκ μέρους των πιστωτών της χωράς. Κυρίως συνεπάγονται εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης, ώστε – όποια λύση κι αν επιλεγεί – να στηριχθούν οι τράπεζες και να εξυπηρετούνται οι δανειακές υποχρεώσεις. Η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι οι πιστωτές της χώρας θα κινηθούν πράγματι σε αυτό το πλαίσιο.

Πάντως, οι πρόσφατες δηλώσεις του πρώην αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και συμβούλου του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου υπέρ της εφαρμογής της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει προσχωρήσει οριστικά στη λύση υπέρ του μεγάλου κουρέματος, που φερόταν να ευνοεί πριν από λίγες ημέρες. Ισως είναι προτιμότερη μια λύση με μεγαλύτερο κούρεμα, της τάξης του 30%, αλλά πάντα στο πλαίσιο της απόφασης της 21ης Ιουλίου. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Παπαδήμος φέρεται να διαμηνύει ότι το «PSI Plus», όπως το ονομάζουν στην κυβέρνηση, πρέπει να έχει αυστηρά εθελοντικό χαρακτήρα, ώστε να μη θεωρηθεί χρεοκοπία.

Τι θα συμβεί αν δεν πάρουμε την επόμενη δόση;

H χώρα δεν έχει υποχρεώσεις προς ξένους δανειστές πριν από τον Ιανουάριο. Τα ομόλογα που λήγουν τον Δεκέμβριο είναι αυτά που έχουν δοθεί προς τις φαρμακοβιομηχανίες για την εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου. Τα έχουν στα χέρια τους ελληνικές βιομηχανίες και ελληνικές τράπεζες. Αυτές θα την «πληρώσουν».

Επίσης, εννοείται ότι δεν θα μπορέσουν να πληρωθούν όλοι οι μισθοί και οι συντάξεις, τουλάχιστον μετά τα μέσα Δεκεμβρίου. Ακόμη κι αν αυξηθούν τα έσοδα της έκτακτης εισφοράς, που έφτασαν τα 650 εκατ. ευρώ μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, και χρησιμοποιηθούν τα πρώτα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, ύψους περίπου 850 εκατ. ευρώ (αν και το τελευταίο δεν επιτρέπεται με βάση το νόμο), στο τέλος κάθε μήνα το Δημόσιο πρέπει να εκταμιεύει 1,8 δισ. ευρώ περίπου για μισθούς και συντάξεις. Επομένως, πιθανώς μισθοί και συντάξεις θα δίνονται κουρεμένα έως ότου δοθεί λύση, όποια κι αν είναι αυτή.

Αυτό θα έχει προφανώς ευρύτερες συνέπειες, καθώς δεν θα μπορούν να πληρωθούν δόσεις δανειοληπτών σε τράπεζες.

Ο μεγαλύτερες κίνδυνος είναι να προκληθεί πανικός ότι επίκειται χρεοκοπία και να επιχειρηθούν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων.

Οι δανειστές μας είχαν, σύμφωνα με μια εκδοχή, εξετάσει το ενδεχόμενο να καθυστερήσει η δόση για λόγους άσκησης πίεσης. Eδώ που έχουμε φτάσει όμως, ο εκβιασμός αυτός έχει χάσει πλέον το νόημά του.

Γιατί όχι σε ένα γενναίο

κούρεμα της τάξης του 50%;

Επί της αρχής, είναι σωστό να υποστούν οι τράπεζες τις συνέπειες της απερίσκεπτης ή κερδοσκοπικής πρακτικής τους στο παρελθόν, όταν δάνειζαν το ελληνικό κράτος κλείνοντας τα μάτια στους κινδύνους. Αυτό άλλωστε υποστηρίζει και η «ηθικολόγος» Γερμανία. Ομως, αν οι τράπεζες καταρρεύσουν θα την πληρώσουν και οι πελάτες τους. Για να προστατευθούν οι καταθέτες πρέπει να στηριχθούν οι τράπεζες, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Τα πράγματα είναι χειρότερα για τα ασφαλιστικά ταμεία, για τα οποία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα αντίστοιχο ταμείο. Το κράτος πρέπει να βρει πηγή χρηματοδότησής τους, προκειμένου να εξακολουθήσουν να πληρώνουν τις συντάξεις.

Η Ελλάδα για να μπορέσει να ελέγξει και να διαχειριστεί τις επιπτώσεις ενός μεγάλου κουρέματος πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη διάθεση ενός ποσού 70-100 δισ. ευρώ (επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και των Ταμείων, αντικατάσταση βραχυχρόνιου δανεισμού – τρίμηνα και εξάμηνα έντοκα γραμμάτια -, κάλυψη στοιχειωδών αναγκών λειτουργίας ενόψει και της πιθανής έως βέβαιης κατάρρευσης εσόδων κ.λπ.). Εκτός του ότι μέρος του οφέλους από το κούρεμα «χάνεται» αμέσως με τον νέο δανεισμό, ο μόνος «πρόθυμος» δανειστής μπορεί να είναι η τρόικα. Θα τα δώσει; Αν υπάρξει συμφωνία για ελεγχόμενη χρεοκοπία, μάλλον ναι. Ασφαλώς, όμως, δεν θα το κάνει χωρίς δεσμεύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους μετά το βαθύ κούρεμα. Για τους πολίτες αυτό θα σημαίνει «άγρια λιτότητα».

Δεδομένου ότι το ποσοστό του χρέους που κατέχουν ξένες τράπεζες είναι μικρό (αν εξαιρεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), όσοι είναι αντίθετοι στην ιδέα του μεγάλου κουρέματος υποστηρίζουν ότι δεν έχει νόημα να προκληθεί όλη αυτή η αναστάτωση και οι κίνδυνοι για τόσο μικρό όφελος. Από τα 135 δισ. ευρώ που προβλέπεται να «ρυθμιστούν» με βάση τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, μόνο τα 45 κατέχουν οι ξένοι. «Θα χρεοκοπήσουμε, λοιπόν, ενάντια στον εαυτό μας;» διερωτάται στέλεχος ασφαλιστικού οργανισμού.

Υπάρχει περίπτωση να βγούμε προσωρινά από την ευρωζώνη;

Κανένας από τους αναλυτές δεν το θεωρεί πιθανό αυτή τη στιγμή, αν και δεν το αποκλείουν για αργότερα. Το ενδεχόμενο αυτό συνδυάζεται με την έναρξη λειτουργίας του μόνιμου Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ESM), που προβλέπει τη δυνατότητα «ελεγχόμενης» χρεοκοπίας σε κράτος-μέλος της ευρωζώνης. Κάτι που σύμφωνα με ορισμένους, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, συνεπάγεται και «οικειοθελή» αναστολή της συμμετοχής του σε αυτήν. Εάν η επόμενη μέρα της ελεγχόμενης χρεοκοπίας δεν εξασφαλίζει μια πορεία σύγκλισης με τους εταίρους της ευρωζώνης, η αναστολή, τουλάχιστον της συμμετοχής στην ευρωζώνη, θα είναι σε μερικά χρόνια επιθυμητή από την ίδια τη χώρα μας. Κανονικά, ο ESM προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το 2014, ωστόσο επιχειρείται, κυρίως από τη Γερμανία, η επίσπευση της λειτουργίας του για το καλοκαίρι του 2012.

Στο ερώτημα τι θα σήμαινε μια προσωρινή ή μόνιμη έξοδος από την ευρωζώνη, οι περισσότεροι αναλυτές απαντούν με τη λέξη «καταστροφή». Επισημαίνουν το πρόβλημα με τις εισαγωγές ακόμη και εντελώς απαραίτητων προϊόντων (τρόφιμα, πετρέλαιο, φάρμακα), τον πανικό, την απόσυρση των καταθέσεων από τις τράπεζες, τα περιοριστικά μέτρα που ως εκ τούτου ίσως καταστούν αναπόφευκτα, την απώλεια της αγοραστικής αξίας των μισθών, την αύξηση της αξίας του δημοσίου χρέους, την πιστωτική ασφυξία.