Το τραγούδι «Για μπάνιο πάω» γράφτηκε από τον Απόστολο Καλδάρα για λογαριασμό της Κολούμπια το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς και μάλιστα με αφορμή έναν από τους πρώτους αστικούς καύσωνες που ταλαιπώρησαν τους Αθηναίους. Εξι χρόνια πριν ο Καλδάρας είχε κάνει επιτυχία με το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» με τους Παγιουμτζή και Στελάκη Περπινιάδη ενώ το 1947 το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του τρικαλινού δημιουργού.

Το παραπάνω λαϊκό και καλοκαιρινό τραγούδι πάντως έχει ένα παράδοξο. Ηταν η πρώτη ηχογράφηση του νέου τότε τραγουδιστή Στέλιου Καζαντζίδη και παραλίγο μοιραία. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο δισκογραφικό του ντεμπούτο σημείωσε παταγώδη αποτυχία και κόντεψε να κοστίσει στον νέο καλλιτέχνη τη μετέπειτα καριέρα του – και μάλλον η επιμονή του Γιάννη Παπαϊωάννου να ξαναδοκιμαστεί ο Καζαντζίδης στη συνέχεια ήταν καθοριστική.

Ο ελαφρύς στίχος – «Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα, καλέ κοπέλα, καλέ κοπέλα» – μπορεί να ήταν η μία αιτία της αποτυχίας, δεδομένης της σκληρής μεταπολεμικής πραγματικότητας που δεν σήκωνε τόσο ανώδυνο στίχο. Μπορεί πάλι ο νέος τραγουδιστής με την κιθάρα και το παχύ μουστάκι – ο Μανώλης Χιώτης λίγο μετά συμβούλευσε τον νεαρό Στέλιο να το κόψει αφού, όπως του είπε, έμοιαζε με βούρτσα! – να έμοιαζε φωνητικά στον ήδη φτασμένο λαϊκό βάρδο Πρόδρομο Τσαουσάκη, γεγονός που δεν γινόταν δεκτό από το κοινό.

Πιθανόν οι υπόγειες διαδρομές που κάνει ένα κομμάτι και τραγουδιέται από τον κόσμο – όλες τις εποχές – στο τραγούδι αυτό να μην έγιναν. Ας δούμε όμως τι είχε πει ο ίδιος ο Καζαντζίδης στον αξέχαστο Πάνο Γεραμάνη για την πρώτη του εμπειρία στο στούντιο:

«Το πρώτο μου τραγούδι σε δίσκο “Για μπάνιο πάω” του Καλδάρα είχε ρεμπέτικο χρώμα.

Ηταν από τα ελάχιστα λαϊκά τραγούδια με χορωδία. Γιατί τα μέλη της ορχήστρας ήταν καλλίφωνοι και έπαιζαν τον ρόλο μιας μικρής χορωδίας. Ο δίσκος δεν πούλησε, εγώ απογοητεύθηκα και παραλίγο να κλείσει η πόρτα της Κολούμπια. Μερικοί, μόλις μπήκα στο στούντιο, με είδαν με διαφορετικό μάτι. Ηταν αγριεμένη η φάτσα μου απ’ τις ταλαιπωρίες της Ομόνοιας και των εργοστασίων και μ’ έβλεπαν σαν μαγκάκι».

Ο αγώνας για τον βιοπορισμό και τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Καζαντζίδη πάντως δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα εκείνης της εποχής. Το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, μια κοινωνία ερειπωμένη και σε ανασυγκρότηση και οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις επηρέαζαν τον καμβά του τραγουδιού της εποχής και τη θεματολογία του.

Ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Χιώτης και άλλοι προσέγγιζαν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα με το λαϊκό τραγούδι το οποίο άφηνε πίσω του τη δομή του ρεμπέτικου και με άξονα το μπουζούκι και τις νέες φωνές της εποχής κέρδιζε τον κόσμο των λιγοστών κέντρων και του σπιτικού γραμμοφώνου. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε πως ο γεννημένος το 1931 Καζαντζίδης άρχισε να τραγουδάει μέσα στο ταραγμένο κοινωνικά και πολιτικά κλίμα ενώ τα τραγουδιστικά πρότυπα της εποχής ήταν το λαϊκό και το ελαφρύ τραγούδι.

Εκείνος μόλις είχε βγει από ένα σύντομο και φλογερό ειδύλλιο με την τότε διάσημη τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ και οι επιρροές του από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, όπως προαναφέραμε, ήταν παραπάνω από εμφανείς.

Ο Παπαϊωάννου, ο Χρυσίνης, ο Χιώτης και ο Καραπατάκης ήταν εκείνοι που καθοδηγούσαν τον νέο τραγουδιστή να βρει τη δική του ταυτότητα και του εμπιστεύονταν επιτυχίες. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την αποτυχία του «Για μπάνιο πάω» ακολούθησε το τραγούδι «Βαλίτσες» – ή και «Δεν θέλω το κακό σου» – του Γιάννη Παπαϊωάννου που έκανε τρομερή επιτυχία και χάραξε τις συντεταγμένες του μετέπειτα θρύλου του Καζαντζίδη.

ΑΥΡΙΟ: «Δώσ’ μου το χέρι σου» των Νοστράδαμος