Tην καταστροφή στο πάρκο Σερενγκέτι της Τανζανίας, µαζί µε το γειτονικό Νγκορονγκόρο, που απειλείται εξαιτίας τηςβιοµηχανίας τουρισµού που δηµιουργούν γραφεία κυνηγών και έχουνως βασικό µέληµά τους την αποµάκρυνση των φυλών Μασάι και Χάτζααπό ολόκληρη την περιοχή αποκαλύπτει ντοκιµαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη. Από την υπερεκµετάλλευση µέρη σαν το Νκγόρονγκρόρο σε 50 χρόνια από τώρα δεν θα υπάρχουν.


Λιοντάρια ξαπλωµένα επί ώρες στον ήλιο να λιάζονται, πιο δίπλα ζέβρες – µεζές για τον βασιλιά της αφρικανικής σαβάνας _ ξέγνοιαστες να βοσκούν στο παχύ χορτάρι, καµηλοπαρδάλεις να χαριεντίζονται, ελέφαντες που δροσίζονται σε µεγάλους νερόλακκους, γκνου να τρέχουν ιλιγγιωδώς σε κοπάδια. Και στην άκρη του πατηµένου χωµατόδροµου σταµατηµένα ουρές τα τζιπ µε δεκάδες τουρίστες, οι οποίοι από την ασφάλεια των οχηµάτων απαθανατίζουν το µεγαλείο της άγριας ζωής. Ωραίες εικόνες.

Η βράβευση από τον µη κερδοσκοπικό οργανισµό Focal _ Οµοσπονδία Βιβλιοθηκών Οπτικοακουστικού Υλικού _ ενός ντοκιµαντέρ Ελληνα για το Σερενγκέτι (συµπαραγωγή της ANEMON και της ΕΡΤ) προκαλεί ενδιαφέρον.

Αφενός γιατί προβλήθηκε στα κεντρικά της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF στη Ζυρίχη για τα 50 χρόνια της, στις 31 Μαΐου, και αφετέρου γιατί το αποκαλυπτικό φιλµ του Ανδρέα Αποστολίδη, διάρκειας περίπου 55 λεπτών, γκρεµίζει την εικόνα που πέρασε προς τη ∆ύση, µεταξύ άλλων και το βραβευµένο µε Οσκαρ ντοκιµαντέρ του 1958 «Το Σερενγκέτι δεν θα πεθάνει» του Γερµανού Μπέρναρντ Τζίµερ, σηµείο αναφοράς έως πρόσφατα και για την παγκόσµια περιβαλλοντική οργάνωση. Στο µεταξύ τιµήθηκε και στις 19 Μαΐου µε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο ∆ιεθνές Φεστιβαλ ΕΚΟΖΙΝ της Σαραγόσα.

«Το γερµανικό ντοκιµαντέρ έχει καλύτερα πλάνα από το δικό µου. Αλλωστε έχουν δηµιουργήσει σχολή και µε παράδοση στο είδος. Μόνο που το φιλµ του ’58 λέει ψέµατα. Στηρίχτηκε στην εσφαλµένη αντίληψη των ∆υτικών ότι αυτοί ξέρουν πώς πρέπει να διαχειριστούν το αφρικανικό οικοσύστηµα.

Εν τέλει – αφού οργίασε η λαθροθηρία και ακόµα και σήµερα απειλούνται είδη άγριων ζώων µε εξαφάνιση – εφαρµόζουν τις ίδιες µεθόδους των Μασάι». Ο έλληνας ντοκιµαντερίστας δεν µασάει τα λόγια του. Παράλληλα τα πλάνα του είναι καταπέλτες απέναντι στη φαινοµενικά αψεγάδιαστη τουριστική βιτρίνα της Τανζανίας και χαστούκι στην ανυποψίαστη µερίδα της δυτικής κοινής γνώµης.

Φύση ανήσυχη ο πολυτάλαντος Ανδρέας Αποστολίδης. Ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και µεταφραστής αστυνοµικών µυθιστορηµάτων σαν µύγα χώνεται σε «ρουθούνια» και ενοχλεί.

Ντόρο άλλωστε είχε προκαλέσει µε το «Κύκλωµα», το αποκαλυπτικό ντοκιµαντέρ του 2000 για την παράνοµη εµπορία ελληνικών αρχαιοτήτων που απέσπασε πολλές διεθνείς διακρίσεις. Προσφάτως σκηνοθέτησε τη σειρά ιστορικού ντοκιµαντέρ «1821» του Σκάι.

Ερέθισµα για το φιλµ του για το Σερενγκέτι _ µε έκταση 30.000 τ. χλµ., όσο το Βέλγιο δηλαδή _ στάθηκε ένα ταξίδι αναψυχής το 2007 στην Τανζανία, αλλά και η ταινία «Χατάρι» του Χάουαρντ Χόκς, σκηνές από την οποία έχει συµπεριλάµβει στο ντοκιµαντέρ του.

Του κίνησε το ενδιαφέρον να δει τι κρύβεται πίσω από τα µεγάλα αφρικανικά πάρκα «µε αφορµή κυρίως τις φωτιές του βάζουν οι νοµάδες ιθαγενείς στο χορτάρι». Λίγο πριν από την περίοδο της ξηρασίας και ενώ το χώµα είναι ακόµα υγρό, οι Μασάι και οι Χάτζα βάζουν ελεγχόµενες φωτιές στα ξερά χόρτα, ώστε να δηµιουργηθεί αργότερα φρέσκο χορτάρι για τα κοπάδια τους και κατ επέκταση- τα άγρια ζώα. Με αυτή τη µέθοδο προλαµβάνονται και οι καταστροφικές πυρκαγιές τους θερινούς µήνες.

Δεν µασάει τα λόγια του και µε πλάνα καταπέλτες ξεγυµνώνει την τοπική βιοµηχανία τουρισµού

Μια «Ντίσνεϊλαντ στην Αφρική για τους Δυτικούς»


Το σχέδιο εκτοπισµού, που εκπόνησαν οι Βρετανοί, βασίστηκε σε εκείνο που εφάρµοσαν οι Αµερικανοί το 1877 στο πάρκο Γελοουστόουν, εκτοπίζοντας και εξοντώνοντας Ινδιάνους της φυλής Ναβάχο.

Η τραγική ιστορία του διωγµού ξετυλίγεται µέσα από τις µαρτυρίες των ανθρώπων. «Η βρετανική αποικιοκρατική κυβέρνηση µας καταδίωξε. Μας εκτόπισαν. Οι Βρετανοί γκρέµισαν τα σπίτια µας.

Οταν τα έκαψαν όλα, φύγαµε. ∆εν τολµούσαµε να προβάλουµε αντίσταση», λέει στον κινηµατογραφικό φακό ο Κισάλε Ολε Σερούπε, αρχηγός Μασάι. «Ηθελαν να µετατρέψουν τη γη µας σε κήπο της βασίλισσάς τους».

«∆ιωχτήκαµε από τον κρατήρα του Νγκορονγκόρο το 1975 από τις Αρχές. Λένε πως καταστρέφουµε την άγρια φύση. Οµως εµείς δεν σκοτώσαµε άγρια ζώα», λέει στην κάµερα νοµάς των Μασάι.

Μια φυλή των Μασάι έχει το χωριό της στοόριο της απαγορευµένης για εκείνους περιοχής, κάπου σε κορυφογραµµή του κρατήρα Νγκορονγκόρο.

Τα τελευταία χρόνια δέχεται έντονες πιέσειςνα αποχωρήσει. Αδιάφορο πού θα πάει για τις Αρχές της χώρας. Από την άλλη τα ξενοδοχεία ξεφυτρώνουν σα µανιτάρια.

Η κάµερα του ντοκιµαντέρ κατέγραψε σε γκαλά συγκέντρωσης χρηµάτων κατά της λαθροθηρίας για τα πάρκα της Τανζανίας τον πρόεδρο της χώρας Τζακάουα Κικουέτε περιχαρή να λέει: «Ο τουρισµός είναι η κύρια πηγή εσόδων της χώρας. Αντιλαµβάνεστε πόσο σηµαντική είναι η δουλειά που κάνουµε σήµερα». Και στα επόµενα καρέ τον δικηγόρο Τούντου Λίσου να επισηµαίνει πως «είναι σηµαντικό να ξέρουν οι άνθρωποι στη ∆ύση τι συµβαίνει. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίζονται». Για µια «Ντίσνεϊλαντ στην Αφρική γιατους ∆υτικούς» κάνει λόγο ο Ανδρέας Αποστολίδης. Ενας παιδότοπος πολυτελείας για µεγάλα παιδιά µε χοντρά πορτοφόλια. Το κυνήγι του ελέφαντα κοστίζει τουλάχιστον 90.000 δολάρια. Το κυνήγιλιονταριού µε τόξο 70.000 και του ιπποπόταµου µίνιµουµ 60.000 δολάρια. Στο κόλπο δεν είναι µόνο οι Βρετανοι. Η διοίκηση του Σερενγκέτι συνδέεται άµεσα και µε τον διάσηµο ζωολογικό κήπο της Φρανκφούρτης και τον τροφοδοτεί µε άγρια ζώα. ∆εν ήταν εύκολο να δεχθούν να µιλήσουν όλοι οι «πρωταγωνιστές» του ντοκιµαντέρ. Ο κινηµατογραφιστής κέρδισε την εµπιστοσύνη τους. «Το πετύχαµε µε τη συνεργασία κάποιων που είναι µέλη των φυλών τους και µένουν στις πόλεις. Φοιτητές, ακτιβιστές, επαγγελµατίες ευαισθητοποιηµένοι. Μας βοήθησαν οι οδηγοί και οι µεταφραστές µας επίσης. Μεγάλη δυσκολία είχαµε στην επικοινωνία µε τη φυλή των Χάτζα _ νοµάδες, κυνηγοί – τροφοσυλλέκτες. Μιλούν µε ένα κροτάλισµα στη φωνή τους. Ευτυχώς βρήκαµε έναν από την φυλή τους». Οι αντιξοότητες που συνάντησαν στη διάρκεια υλοποίησης του ντοκιµαντέρ δεν πτόησαν τα µέλη του κινηµατογραφικού συνεργείου. «Λυπόµαστε µόνο γιατί τελείωσε η δουλειά». Για τον Ανδρέα Αποστολίδη και την οµάδα του ο φάκελος δεν έκλεισε. Θα επανέλθουν, λέει, διότι η κατάσταση επιδεινώνεται και για να πάψει χρειάζεται δηµοσιοποίηση. «Σίγουρα θα ενοχληθούν κάποιοι. Η κυβέρνηση της Τανζανίας µπορεί να µην επιτρέψει ξανά να επισκεφθούµε τη χώρα».

Πάντως το ντοκιµαντέρ ταρακούνησε. Η WWF, που παραδόξως θα προβάλει στις επετειακές εκδηλώσεις για την ίδρυσή της και τα δύο ντοκιµαντέρ, το γερµανικό και το ελληνικό, έχει θορυβηθεί και προβληµατίζεται διότι συντηρεί, εξηγεί ο Αποστολίδης, «ένα πάρκο προστασίας θηραµάτων, αλλά από ποιους; Από τους ντόπιους για να κυνηγούν και να σκοτώνουν οι ∆υτικοί».

Το ντοκιµαντέρ του θεωρεί πως συντηρεί την ελπίδα να αλλάξει κάτι στην κατάσταση. «Μια ενηµερωµένη κοινή γνώµη µπορεί να προβληµατίσει τις οργανώσεις, διότι αν δεν αλλάξουν τακτική µπορεί να χάσουν χρηµατοδότες».

Δύο φορές ξένος


Η ενασχόλησή του µε τα ντοκιµαντέρ δεν του αφήνει περιθώρια να γράψει το επόµενο βιβλίο του, ένα µυθιστόρηµα που το ‘χει νοερά στα σκαριά.

Αυτή την περίοδο ετοιµάζεται να παραδώσει το ντοκιµαντέρ «∆ύο φορές ξένος», 22 επεισοδίων, για την ανταλλαγή πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας το ’22, Ινδίας – Πακιστάν, Γερµανίας – Πολωνίας µετά τον πόλεµο, Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων και ανάµεσά τους τέσσερα επεισόδια για τα κοινά χαρακτηριστικά των ανταλλαγών. Η σειρά θα προβληθεί το 2012 από την ΕΡΤ. Στο µεταξύ έχει αρχίσει τα γυρίσµατα για το ντοκιµαντέρ «Figuring it Out», µε το οποίο θέλει να ερµηνεύσει τους γρίφους στη σύγχρονη γλυπτική και την αρχαιολογία βασιζόµενος σε βιβλίο του διάσηµου αρχαιολόγου Κόλιν Ρένφριου.

Τέσσερα ταξίδια για 55»


Ο ντοκιµαντερίστας – ερευνητής, λάτρης των περιπετειών του Τεν Τεν, διαπίστωσε, ξύνοντας λίγο την ειδυλλιακή επιφάνεια, ότι ένα ολόκληρο οικοσύστηµα απειλείται από µια ολόκληρη βιοµηχανία τουρισµού που έχει στήσει γραφεία κυνηγών, τα οποία χρηµατοδοτούµενα από τη ∆ύση και µε τις ευλογίες της κυβέρνησης της Τανζανίας εκτόπισαν τους ιθαγενείς από τα εδάφη τους. Με άλλα λόγια το βασικό πρόβληµα στην Αφρική είναι ότι η προστασία της φύσης δεν καθορίζεται από τους ντόπιους, όπως στο παρελθόν.

Τα 55 λεπτά του ντοκιµαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Χρειάστηκε να κάνει άλλα τέσσερα ταξίδια – από το καλοκαίρι και ως τον Ιανουάριο του 2009 – µε το τριµελές κινηµατογραφικό συνεργείο (έρευνα Λεωνίδα Λιάµπεη, φωτογραφία Στέλιου Αποστολίδη- ∆ηµήτρη Κορδέλα), µένοντας περίπου 20 µέρες τη φορά. Συγκέντρωσε υλικό 100 ωρών.

Στην κάµερά του µιλούν πάνω από40 άνθρωποι, αρχηγοί των Μασάι, των Χάντζα, µέλων των φυλών, πρώην διευθυντές πάρκων, επιστήµονες, ακτιβιστές, νοµικοί, ο πρόεδρος της Τανζανίας και η υπουργός Πολιτισµού.

Προηγουµένως όµως ο ντοκιµαντερίστας «πάλεψε» µε το τέρας της γραφειοκρατίας. «Πρεσβεία η Τανζανία δεν έχει στην Ελλάδα. Η επικοινωνία για τα απαιτούµενα έγγραφα γινόταν µέσω της πρεσβείας της στη Ρώµη. Αλλες φορές οι υπάλληλοι δεν ήταν εκεί, άλλες φορές δεν λειτουργούσαν τα φαξ, µέιλ δεν είχαν. Θυµίζει κάτι από Ελλάδα».

Ο Αποστολίδης και οι συνεργάτες του µέτρησαν δεκάδες ώρες πτήσεων µε µικρά αεροσκάφη για να πάνε από τη µια περιοχή στην άλλη και εν συνεχεία «κατάπιαν «χιλιάδες χιλιόµετρα ταξιδεύοντας µε τζιπ στις αχανείς εκτάσεις για να φθάσουν σε αποµακρυσµένους προορισµούς, να µιλήσουν µε ιθαγενείς και να κινηµατογραφήσουν την άγρια ζωή. Περίµεναν µε υποµονή ώρες πολλές µέχρι τα ζώα – θηρευτές να βγουν για κυνήγι.

Σε κάποια σηµεία, δε, «βάδισαν» στα χνάρια του Τζίµερ θέλοντας να δείξουν το πριν και το µετά. Ο έλληνας κινηµατογραφιστής δηλαδή συγκέντρωσε το υλικό του κινηµατογραφώντας στις ίδιες ακριβώς περιοχές στις οποίες το 1958 είχε κάνει γυρίσµατα ο Μπέρναρντ Τζίµερ. Παράλληλα αξιοποίησε µεταξύ άλλων ντοκουµέντων (σε µοντάζ Γιούρι Αβέρωφ) και τα αριστουργηµατικά _ της οπτικής Ρίφενσταλ _ πλάνα του γερµανού ντοκιµαντερίστα σε αντιπαραβολή µε τα δικά του, που µεταξύ άλλων δείχνουν δυτικούς τουρίστες να σκοτώνουν άγρια ζώα για την αναψυχή τους. Γι΄ αυτό άλλωστε το ντοκιµαντέρ «Ενας τόπος χωρίς ανθρώπους» τιµήθηκε από τον Focal µε το βραβείο «Καλύτερης χρήσης αρχειακού υλικού σε ντοκιµαντέρ», επικρατώντας των συνυποψηφίων για τη διάκριση ντοκιµαντέρ του BBC και του Discovery Channel.