Πώς να µιλήσω στη µικρή, δεκαπεντάχρονη κόρη µου για έρωτα, όταν δίπλα της µιλούν για φασώµατα; Ο τάδε φασώθηκε µε τη δείνα και πάει λέγοντας στα µηνύµατα των κινητών, στοfacebook και στα σχολικά διαλείµµατα. Ο ροµαντισµός εξέλιπε κι από τη δικήµου εποχή µε τα τελευταία των Μοϊκανών λευκώµατα, τα πάρτι και τα ραβασάκια, όµως είχα την αίσθηση πως κρυφοκοίταγε καθώς χαράζαµε µετο κοπίδι στα ξύλινα θρανία τους διακαείς µας πόθους και περιµέναµε για ώρες το χτύπηµα του τηλεφώνου στο σπίτι. Αν σήκωναν οι γονείς µας το τηλέφωνο έκλεινε, αλλά εµείς πετάγαµε στα ουράνια.

Τότε τα φτιάχναµε, λες και τα ’χαµε εκ προοιµίου χαλασµένα. Κάναµε αφιερώσεις σε πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθµούς, κοπάνες και βόλτες σε δασάκια και πάρκα πιασµένοι χέρι χέρι, µε το γνωστό ηλίθιο χαµόγελο των ερωτευµένων εφήβων.

Το χαµόγελο, που αντικατέστησαν οι πανοµοιότυπες ηλεκτρονικές φατσούλεςστα εξ αποστάσεως µηνύµατα τα οποία ανταλλάσσουν καθηµερινά τα παιδιά στον υπολογιστή και το κινητό τους. Ολο το συναίσθηµα κλεισµένο σε µια στρογγυλή κίτρινη καρικατούρα. ∆εν µας λείπουν σήµερα µόνο χρήµατα, αλλά και συναισθήµατα. Λείπει η χαραγµένη καρδούλα στο δέντρο έξω από το σχολείο και η αφιέρωση από τον Λάκη στη Λίτσα λίγο πριν από τα οικόπεδα, που βρίσκονται πάντα πέντε λεπτά µακριά από την Οµόνοια.