Το πρότυπο «δανείζω – χρεώνοµαι» και το µείγµα κράτους – αγορών που αποτέλεσε τον συστατικό πυρήνα της εφαρµοζόµενης οικονοµικής πολιτικής µετά το 1970 στη Λατινική Αµερική και µετά το 1990 στον υπόλοιπο κόσµο έγινε το όχηµα αναζωπύρωσης των ενδογενών αντιφάσεων της διεθνούς οικονοµίας µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία, εκτός των άλλων, συνθηκών κρίσης τόσο στη χρηµατοπιστωτική σφαίρα όσο και στη σφαίρα της πραγµατικής οικονοµίας.

Σήµερα, οι εφαρµοζόµενες οικονοµικές πολιτικές της πλήρους απαξίωσης της εργασίας µε ελεγχόµενη απαξίωση της τεχνολογίας οδηγούν στη ριζική και οριστική ρήξη των δηµόσιων πολιτικών µε τη µισθωτή εργασία. Το ερώτηµα που τίθεται επιτακτικά είναι πώς θα ανασχεθεί η ρήξη αυτή και πώς θα επιτευχθεί δυναµικά η σύζευξη δηµόσιων πολιτικών και κοινωνίας;

Στο ερώτηµα αυτό το µη οργανικό διανοητικό κεφάλαιο θέτει ένα νέο κοινωνικό παραγωγικό και δηµοκρατικό παράδειγµα. Επανατοποθετεί τις θεωρητικές υποθέσεις εργασίας και το περιεχόµενο των ασκούµενων πολιτικών. Θέτει έναν νέο τρόπο στο πώς και στο γιατί της παραγωγής. Θέτει ένα νέο περιεχόµενο στις οικονοµικές και κοινωνικές λειτουργίες, νέες επιλογές προτεραιοτήτων στην κατανοµή των πόρων και στην αναδιανοµή του εισοδήµατος, νέες επιλογές προτεραιοτήτων στο περιβάλλον και την ποιότητα της απασχόλησης, των κοινωνικών υπηρεσιών και των επιχειρήσεων δηµοσίου συµφέροντος, νέες προσεγγίσεις στο περιεχόµενο των κοινωνικών αναγκών, νέες σχέσεις µεταξύ των κοινωνικών τάξεων, νέους θεσµούς κοινωνικής αλληλεγγύης (Π. Ριλµόν, 2011). Συγκεκριµένα, σ’ ένα µεταβατικό στάδιο θέτει: Πρώτον, την ένταξη της απασχόλησης στο µακροοικονοµικό πεδίο και τη σύνδεσή της µε την ανάπτυξη.

∆εύτερον, τη σύνδεση ανταγωνιστικότητας µε την τεχνολογία, την καινοτοµία και την ποιότητα και όχι µε το κόστος εργασίας.

Τρίτον, την παραγωγικότητα ως κεντρικό προσδιοριστικό παράγοντα του βιοτικού επιπέδου, µακροχρόνια.

Τέταρτον, τη σύνδεση της οικονοµικής δραστηριότητας µε δυναµικά πεδία παραγωγικής εξειδίκευσης.

Πέµπτον, τη σύνδεση των οικονοµικών πλεονασµάτων µε την ανάπτυξη της οικονοµικής δραστηριότητας και όχι µε άσκηση αναδιανεµητικών πολιτικών εις βάρος της εργασίας και του δηµόσιου τοµέα της οικονοµίας.

Εκτον, µικρές επιχειρήσεις (95%) µε αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία ή συστάδες οικονοµικών µονάδων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας, του κόστους παραγωγής, της ποιότητας και της µείωσης των τιµών;

Εβδοµον, κοινωνικές δαπάνες θεωρούµενες λανθασµένα ως καταναλωτικές που µειώνονται συρρικνώνοντας τα κοινωνικά δικαιώµατα ή θεωρούµενες ως αναπαραγωγικές, η διεύρυνση των οποίων επιφέρει άµεσα και έµµεσα πολλαπλασιαστικά κοινωνικά – οικονοµικά αποτελέσµατα;

Ογδοον, σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης, θεωρούµενο ως παραγωγός δαπανών, η εξέλιξη των οπίων ελέγχεται ή µειώνεται, ενώ ορθά, κατά την άποψή µας, το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί θεσµό µεταφοράς πόρων από γενεά σε γενεά και ως εκ τούτου οι συντάξεις και τα επιδόµατα εθνικολογιστικά δεν υπολογίζονται στο εθνικό εισόδηµα, εφόσον υπολογίζονται σ’ αυτό οι καταβαλλόµενες εισφορές. Ενατον, νέες θέσεις εργασίας, µε τον κατακερµατισµό της σταθερής απασχόλησης και την ευελιξία της εργασίας ή µε νέες επενδύσεις και διεύρυνση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων;

∆έκατον, ανισοκατανοµή του εισοδήµατος προς όφελος της κερδοφορίας ή δίκαιη αναδιανοµή του εισοδήµατος ισορροπώντας τις µακροοικονοµικές και µακροκοινωνικές λειτουργίες;

Θεωρούµε ότι σ’ ένα µεταβατικό στάδιο η επανατοποθέτηση των θεωρητικών υποθέσεων εργασίας και ο επαναπροσανατολισµός της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής, στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονοµία, θα δηµιουργήσουν τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες εναλλακτικότητας, µε τη µεταµόρφωση του οικονοµικού και κοινωνικού συστήµατος (από την οικονοµία της αγοράς στην οικονοµία της αλληλεγγύης), όσο και στο επίπεδο νέου τύπου οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτικού συστήµατος (πολιτικός µηχανισµός λήψης των αποφάσεων).

Σ’ ένα επόµενο στάδιο, η εναλλακτική προοπτική του προτύπου οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης της οικονοµίας της αλληλεγγύης θα εγκαθιδρύσει θεσµούς κοινωνικής συνεργασίας και θα αναπτύξει πολιτικές αναδιανοµής του εισοδήµατος (δηµόσιος πόλος), πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αµοιβαιότητας (κοινωνικός πόλος) και πολιτικές δυναµικής ανάπτυξης και διασύνδεσης των οικονοµικών και κοινωνικοπολιτικών λειτουργιών (αναπτυξιακός πόλος) (J. L. Laville, 2007). Βέβαια, η µετάβαση αυτή από την οικονοµία της αγοράς στην οικονοµία των δηµόσιων πολιτικών και της αλληλεγγύης, που αποτελεί το γρήγορο άλµα πριν από τη φθορά, προϋποθέτει, στο πλαίσιο της δοµικής διασύνδεσης του «οικονοµικού», του «κοινωνικού» και του «πολιτικού» στοιχείου του νέου τύπου οργάνωσης της οικονοµίας και της κοινωνίας, ικανούς και υπεύθυνους πολιτικούς σχηµατισµούς, ισχυρά και ανεξάρτητα συνδικάτα, καθώς και αξιόπιστα και δυναµικά κοινωνικά κινήµατα.

Η εναλλακτική προοπτική του προτύπου οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης της οικονοµίας της αλληλεγγύης θα εγκαθιδρύσει θεσµούς κοινωνικής συνεργασίας και θα αναπτύξει πολιτικές αναδιανοµής του εισοδήµατος

* Στίχος από τη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη

Ο Σάββας Ροµπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, επιστηµονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-Α∆Ε∆Υ