Τη νύχτα του θριάμβου του, την περασμένη Κυριακή, ο Ταγίπ Ερντογάν ευχαρίστησε όσους ψήφισαν «ναι» στο δημοψήφισμα. Ευχαρίστησε, όμως, και τους υπερατλαντικούς υποστηρικτές του που έστειλαν το μήνυμα «πέρα από τους ωκεανούς».

Βέβαια, δεν αναφερόταν στους Αμερικανούς, αλλά στον Φετουλάχ Γκιουλέν, αυτοεξόριστο ισλαμιστή διανοούμενο στις ΗΠΑ, ο οποίος υπήρξε από πολλές απόψεις «δάσκαλος» του Ερντογάν…


Το όνομα του Γκιουλέν προκαλεί ρίγη στους κεμαλιστές, τους Ισραηλινούς και όσους στη Δύση πιστεύουν πως η πολιτική κυριαρχία του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία δεν είναι ούτε τόσο αθώα, ούτε τόσο δημοκρατική, ούτε τόσο φιλοευρωπαϊκή όσο θέλει να εμφανίζεται. Οι αντιλήψεις του πρώην ιμάμη έχουν επηρεάσει βαθιά τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό του Ερντογάν και του κόμματός του (ΑΚΡ), ενώ ο Γκιουλέν έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο θρησκευτικοκοινωνικό κίνημα που ξεπερνά τα όρια της Τουρκίας.

Το κίνημα Γκιουλέν βρίσκει μεγάλη απήχηση στα ανερχόμενα μεσαία και ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας που διαμορφώθηκαν με την κυριαρχία του Ερντογάν από το 2002 κι έπειτα, δημιουργώντας τη νέα τουρκική ελίτ. Το προφίλ του μετριοπαθούς, φιλοδυτικού μουσουλμάνου που προωθεί ο Γκιουλέν ταιριάζει με τους προσανατολισμούς του Ερντογάν και φαίνεται ότι δεν είναι τυχαία η εμμονή της κυβέρνησής του σε ζητήματα όπως η μαντίλα, η νηστεία και η προσευχή.

Αυτήν ακριβώς την ισλαμική επιρροή καταδίκαζε πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Στράτφορ, η οποία σε μεγάλο μέρος εκφράζει τις απόψεις του αμερικανικού κατεστημένου. Η έκθεση μπορεί να ήταν προκατειλημμένη, αλλά η σφοδρότητα με την οποία διαψεύστηκε από τους υποστηρικτές- αρθρογράφους του κ. Ερντογάν δείχνει ότι ίσως να περιείχε μια δόση αλήθειας.

Καίριες θέσεις. Δεν είναι μυστικό ότι το ΑΚΡ συνεργάζεται με το κίνημα Γκιουλέν, ιδιαίτερα από το 2007 κι έπειτα. Για πολλούς αναλυτές, πίσω από τη μεταμόρφωση της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκεται μόνο η πολιτική μηχανή του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και η σκιώδης ισλαμική σέχτα του Γκιουλέν, οι οπαδοί του οποίου ήδη επηρεάζουν την κυβέρνηση κι έχουν καίριες θέσεις στη γραφειοκρατία των υπηρεσιών ασφαλείας, αλλά και της Δικαιοσύνης.

Το μωσαϊκό είναι τόσο σύνθετο και περίπλοκο, ώστε δεν προσφέρεται ούτε για εύκολες αναγνώσεις ούτε για εύκολα συμπεράσματα. Αλλά δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι η Τουρκία μετατρέπεται σε νέο Ιράν. Οι αριθμοί που έχουν εμφανιστεί στον τουρκικό Τύπο τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακοί: σήμερα η Τουρκία διαθέτει 85.000 ενεργά τζαμιά, ένα για κάθε 350 πολίτες- η αναλογία για τα νοσοκομεία είναι ένα ανά 60.000 πολίτες- το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό του κόσμου. Εχει 90.000 ιμάμηδες (περισσότερους από γιατρούς ή δασκάλους), ενώ οι συμμετοχές για την καθιερωμένη μουσουλμανική προσευχή της Παρασκευής στα τζαμιά της Τουρκίας ξεπερνούν αυτές του Ιράν.

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η είδηση της «Daily Τelegraph» ότι το Ιράν θα στηρίξει την προεκλογική καμπάνια του κ. Ερντογάν με 25 εκατομμύρια δολάρια. Η είδηση διαψεύστηκε από το κόμμα των ισλαμιστών. Αλλά την επόμενη κιόλας μέρα ο τούρκος πρωθυπουργός δήλωσε ότι επιθυμεί να τριπλασιάσει τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών της Τουρκίας με το Ιράν εντός μίας πενταετίας, ενισχύοντας την άποψη, σύμφωνα με την οποία η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν είναι παρά η «βιτρίνα» για την επίτευξη της πρωτοκαθεδρίας ενός ανθρώπου που επιθυμεί να γίνει ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου.

Ο ξενιτεμένος ιμάμης


O Φετουλάχ Γκιουλέν γεννήθηκε στο Ερζουρούμ της Τουρκίας το 1941. Αρχισε τη σταδιοδρομία του ως ιμάμης, αλλά στην πορεία δημιούργησε ένα τεράστιο κίνημα, το οποίο υποστηρίζει τον διάλογο ανάμεσα στις θρησκείες, αλλά και τον ισλαμισμό με δυτικές αντιλήψεις και πρακτικές, αν και με συντηρητικό τρόπο ζωής στην ιδιωτική ζωή (είναι υπέρ του να φορούν οι γυναίκες μαντίλα). Με τη βοήθεια ισχυρών παραγόντων της Τουρκίας δημιούργησε ένα εντυπωσιακό δίκτυο επιρροής που περιλαμβάνει εκδόσεις, σχολεία και πολιτιστικούς οργανισμούς.

Η επιρροή του αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία του ΄90 και το 1999 καταδικάστηκε για υπονόμευση του κοσμικού καθεστώτος, ενώ ο ίδιος ζούσε αυτοεξόριστος στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Η νίκη των ισλαμιστών το 2002 διευκόλυνε την ενίσχυση της επιρροής του. Αν και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες το 2003, εξακολουθεί να ζει στις ΗΠΑ.

Θέλει να τα πάρει όλα


Για τους εσωτερικούς αντιπάλους, η πολιτική κυριαρχία των ισλαμιστών είναι άσχημα νέα για τη δημοκρατία, γιατί φοβούνται ότι με μια σειρά ενεργειών που κορυφώθηκαν με το δημοψήφισμα, ο Ερντογάν εξοντώνει κάθε αντίθετη φωνή- θα έχει πια τον έλεγχο στον κρίσιμο τομέα της Δικαιοσύνης- για να επιβάλει το δικό του αυταρχικό καθεστώς. Η συζήτηση που έχει ανοίξει ήδη για την αλλαγή του κοινοβουλευτικού συστήματος σε προεδρικό προκαλεί ρίγη σε όσους πιστεύουν ότι ο Ερντογάν έχει κρυφή ατζέντα.

Κι αυτό γιατί από το 2007 κι έπειτα, η κυβέρνησή του δεν προχώρησε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μόνο με τους στρατηγούς. Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του και με τον Τύπο, στέλνοντας στη φυλακή ή στα δικαστήρια πολλούς αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους.

Η νίκη της περασμένης Κυριακής που σε μεγάλο βαθμό προεξοφλεί και τη νίκη στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, ίσως έχει ανοίξει την όρεξη του Τούρκου πρωθυπουργού για μια νέα δομή διακυβέρνησης: φυσικά, ο νέος πρόεδρος σε ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν. Οι αντίπαλοί του τρέμουν στην ιδέα, γιατί εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα μετατρέψει τη διακυβέρνηση της χώρας σε one man show: διπλωματικές πηγές σημειώνουν ότι οι επιτελείς του τούρκου πρωθυπουργού σκοπίμως «κατεβάζουν» το ζήτημα, η ιδέα του οποίου ήδη προκαλεί εσωκομματικές τριβές. Ο ίδιος ο πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ φέρεται ενοχλημένος από μια τέτοια προοπτική. Τουρκικές πηγές εκτιμούν ότι θα ήταν λάθος του Ερντογάν αυτή τη στιγμή να προσπαθήσει να τα πάρει όλα, γιατί, όπως λένε χαρακτηριστικά, «θα ήταν το τέλος του», εννοώντας πως θα δημιουργήσει πόλωση, η οποία τελικά θα τον καταστρέψει πολιτικά.

Οι «τάσεις» του ΑΚΡ.

Αλλωστε, και στο κόμμα του, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Υπάρχει το συντηρητικό, θρησκευτικό τμήμα, μέρος του οποίου είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στην κυβέρνηση λόγω της ακαδημαϊκής του ιδιότητας, και κυρίως λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι εκλεγμένος (είναι εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εξωτερικών). Στη φράξια αυτή αντιτίθεται τόσο το εθνικιστικό όσο και το φιλελεύθερο κομμάτι του κόμματος. Το πρώτο μετρά αρκετούς βουλευτές και δεν διαφέρει στις απόψεις του από τους κεμαλιστές εθνικιστές, που υποστηρίζουν, για παράδειγμα, τη σκληρή γραμμή Ερογλου για διχοτοτόμηση της Κύπρου. Και υπάρχει και το πιο δυτικού φιλελεύθερου τύπου κομμάτι, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους αμερικανοσπουδασμένους Αλί Μπαμπατζάν, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και τον Εγκεμέν Μπαγίς, υπουργό Επικρατείας, αρμόδιος για τις διαπραγματεύσεις Ε.Ε.Τουρκίας.