Ο Λουκάς Θάνος µετέφρασε, σκηνοθέτησε, συνέθεσε τη µουσική και χορογράφησε ολόκληρη την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Τόλµηµα που έως τώρα δεν το επιχείρησε διεθνώς κανένας άνθρωπος του θεάτρου
Πριν από µερικά χρόνια είχα παρακολουθήσει τις διπλωµατικές εξετάσεις της Δραµατικής Σχολής στην Αγία Βαρβάρα και είχα πράγµατι εντυπωσιαστεί από τη δουλειά ενός έως τότε, δυστυχώς, αγνώστου µου δασκάλου, του κ. Λουκά Θάνου. Είχε παρουσιάσει χορικά από την «Ορέστεια» και τους «Πέρσες» µε όλο το σώµα των εξεταζόµενων σπουδαστών (πάνω από είκοσι) αγοριών και κοριτσιών. Η άποψή του πλησίαζε τη µέθοδο Ροντήρη: ρυθµική οµαδική συνεκφώνηση µε θεωρητικό αξίωµα το αίτηµα του µεγάλου δασκάλου: «Υποκριτική είναι η µουσική έκφραση των συναισθηµάτων». Η οργανική συνοδεία του ορχούµενου σώµατος ήταν κρουστά και µόνο που κρατούσαν τον ρυθµό. Το µοναδικό αίτηµα µέλους είχε να κάνει µε την ανακάλυψη, µέσα στη γλώσσα των συνηχήσεων, των ηχητικών συµπλοκών συµφώνων και φωνηέντων, της ποικιλίας των τονικών µέτρων και της εκµετάλλευσης άρσεων και θέσεων των τονισµένων και άτονων συλλαβών. Η κίνηση τότε ήταν λιτή και το χορικό σώµα λειτουργούσε σχεδόν σαν χορωδία ορατορίου.

Θεώρησα τότε την επίδειξη εκείνη σαν ένα άριστο µάθηµα για νέους ηθοποιούς να ελέγχουν τη φωνή τους, να συνυπάρχουν επί ισοτιµία µε τους συναδέλφους τους και να ανακαλύπτουν την εσώτατη µουσικότητα της γλώσσας τους _ όλα αυτά πολύτιµα εφόδια για όποιου είδους θέατρο θα υπηρετούσαν στο µέλλον. Από την άλλη, διέβλεπα στη διδασκαλία του κ. Θάνου (που κυρίως είναι µουσικός και συνθέτης) µια έγνοια για το παντοτινό ζητούµενο στην ερµηνεία του αρχαίου δράµατος: την ισορροπία ανάµεσα στη ρητορική και το µέλος, το ήθος και τη διάνοια, την υπηρέτηση του «µεγίστου πάντων» των συστατικών της τραγωδίας, του µύθου και βεβαίως το µέγεθος µιας πράξεως σπουδαίας και τελείας (δηλαδή µιας πράξης που σπεύδει πλησίστια προς την έξοδο και ενέχει µέσα στα όριά της τον σκοπό της).

Ο κ. Θάνος προχώρησε τη µέθοδο και την άποψή του µε µια παράσταση των «Περσών» επαγγελµατικών πλέον προδιαγραφών, την οποία λόγω προβληµάτων τότε υγείας δεν µπόρεσα να παρακολουθήσω.

Τώρα τόλµησε ένα τεράστιο άλµα, σχεδόν να δρασκελίσει ένα χαώδες διάστηµα. Μετέφρασε, σκηνοθέτησε, συνέθεσε τη µουσική και χορογράφησε ολόκληρη την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Τόλµηµα που έως τώρα δεν το επιχείρησε διεθνώς κανένας άνθρωπος του θεάτρου. Πάντως στην Ελλάδα ο Θωµάς Οικονόµου, ο Φώτος Πολίτης, ο Ροντήρης, ο Μινωτής, ο Μουζενίδης, ο Ευαγγελάτος, ο Κουν, ο Γ. Μιχαηλίδης και πρόσφατα ο Γιάννης Κόκκος δεν το αποπειράθηκαν ούτε κατά το ένα τρίτο. Μεταφραστές όπως ο πρώτος Γ. Σωτηριάδης, ο Γρυπάρης, ο Ρούσσος, ο Μύρης, ο Βαλτινός, ο Μπουκάλας, ο Δηµητριάδης, µουσουργοί όπως ο Βαλτετσιώτης, ο Παλλάντιος, ο Γιάννης Χρήστου, ο Θεοδωράκης, ο Χριστοδουλίδης, ο Αντωνίου, ο Απέργης και λοιποί ανταγωνίστηκαν για να συλλάβουν το µεγαλειωδέστερο θεατρικό αριστούργηµα, τον Παρθενώνα του θεάτρου και τον Πανδέκτη όλου του ελληνικού κλασικού αιώνα, αφού ο Αισχύλος µέσω του µύθου των Ατρειδών κωδικοποιεί φιλοσοφικές απόψεις των προσωκρατικών και των πρώτων σοφιστών, ρητορική, ιατρική, οικονοµία, θεολογία, δίκαιο, εθιµικό και θετό κ.λπ.

Σε πρόσφατη εργασία του που ανακοινώθηκε στο Ναύπλιο, σε συνέδριο του Κέντρου Ερµηνείας και Πρακτικών Εφαρµογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράµατος «Δεσµοί», ο σηµαντικός φίλος καθηγητής στο Εξετερ Ρίτσαρντ Σίφορντ συνδύασε την αισχυλική αναφορά στον Ερµή Ψυχαµοιβό (αυτόν που ανταλλάσσει τις ψυχές) µε τους πρώτους αργυραµοιβούς που εισήγαγε η ανακάλυψη του νοµίσµατος από τους Φοίνικες και τη διάχυση του εµπορίου στη Μεσόγειο!! Δεν πάµε λοιπόν στην «Ορέστεια» ξυπόλητοι στ’ αγκάθια.

Ετσι ο κ. Θάνος, στην παράσταση που έστησε για λογαριασµό του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ως µεταφραστής , συγκέρασε τις έως τώρα γνωστές µεταφράσεις (δεν µπορώ να γνωρίζω τη φιλολογική του, και µάλιστα στο αισχυλικό γλωσσικό ιδίωµα, επάρκεια) µε µια υπερβάλλουσα λεξιλαγνεία για να τονώσει τη µουσική του στόχευση (π.χ. «πένθιµο πενθώ πένθος»). Σκοπός ήταν να δηµιουργεί συχνά εις βάρος του ποιητικού πυρήνα µια λεκτική παρτιτούρα που ωθούσε τους σπουδαστές-ηθοποιούς (αγόρια και κορίτσια και στις τρεις τραγωδίες της τριλογίας) σε µια στοµφώδη προβολή των λεκτικών ήχων. Ως µουσικός ο κ. Θάνος περιορίστηκε σε δυο-τρία δευτερόλεπτα µιας ψελλιζόµενης µελωδίας και στηρίχτηκε στους ρυθµούς τριών τυµπάνων που έκρουαν µετέχοντες του Χορού ηθοποιοί. Οι ρυθµοί είχαν έξοχο ενδιαφέρον, αλλά δεν είχαν καµιά σχέση µε το περιεχόµενο του κειµένου. Ετσι ικεσίες είχαν ως υπόβαθρο ρυθµούς ταραντέλας και µοιρολόγια και κατάρες ρητορικές ντελαλήµατος. Ως χορογράφος, ο κ. Θάνος ακολουθώντας τους ρυθµούς δίδαξε (οµολογώ µε εκπλήσσουσα για νέους ανθρώπους, σχεδόν πρωτάρηδες, πειθαρχία και τάξη, και θα έλεγα και γούστο) σχήµατα εντυπωσιακά, σχεδόν ακροβατικά, συρσίµατα, κυβιστήµατα, άλµατα, κάµψεις και επικύψεις χωρίς καµιά αντιστοιχία µε το κείµενο.

Πάντως διέβλεψα και µια µίµηση σταθερών και επαναλαµβανόµενων σχηµάτων τα οποία παρέπεµπαν σε αττικά αγγεία που ήλπιζα να είχαν ξεπεραστεί από την εποχή των δελφικών εορτών και των παραστάσεων του Καρζή.

Το εγχείρηµα του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και του διευθυντή του, Γιάννη Βόγλη, είναι θετικό.

Σπάνιο φαινόµενο στις ηµέρες µας να ευνοούνται σε τέτοια τολµήµατα νέοι καλλιτέχνες και µάλιστα σε εποχές ισχνών αγελάδων

Μια παράσταση εν εξελίξει βελτιούµενη


Ο κ. Θάνος ως σκηνοθέτης δεν είχε κανέναν στόχο, δεν έδειξε πως τον απασχόλησε για να φωτίσει κάποια πτυχή του αισχυλικού αριστουργήµατος. Περιορίστηκε στο να οργανώσει µια πειθαρχηµένη παράσταση _ το ξαναλέω _ εντυπωσιακή σε τάξη και υφολογική οµοιογένεια.

Δεν µπόρεσε όµως να διδάξει ρόλους (και τι ρόλους!). Ο Γιάννης Βόγλης (Αγαµέµνων) έφερε την τεράστια πείρα του, έπαιξε τον ρόλο µε µια εσωτερική κόπωση και παραίτηση (πράγµατα που ανιχνεύονται στο κείµενο).

Η Μαρία Κατσανδρή όµως (ηθοποιός µε σηµαντικές ερµηνείες στο ενεργητικό της) έµεινε τελείως ακαθοδήγητη και δυστυχώς το ένστικτό της την πήγε σε υποκριτικούς κώδικες του Μεσοπολέµου _ στόµφος, γούρλωµα µατιών, σχηµατικές δείξεις δαχτύλων, µυϊκό σφίξιµο στον λαιµό και στον αυχένα. Κρίµα (Κλυταιµνήστρα).

Τα νεαρά παιδιά που επιστρατεύθηκαν για να υποδυθούν τους θηριώδεις ρόλους της τριλογίας (χωρίς να αµφισβητήσω τον µόχθο τους και να µη ζηλέψουν πολλοί πως ουσιαστικά εισέρχονται στο επάγγελµα παίζοντας Φρουρό, Ορέστη, Αίγισθο, Κήρυκα, Πυθία, Ηλέκτρα, Παραµάνα, Απόλλωνα) δεν ξεπέρασαν τη µαθητεία και µάλιστα αποκάλυψαν µια διδακτική µέθοδο για πολλά χρόνια εγκαταλειµµένη για την ερµηνεία του αρχαίου δράµατος. Η έµπειρη Τζίνη Παπαδοπούλου (Αθηνά) άµα τη εµφανίσει άλλαξε το οπτικό και το ακουστικό τοπίο. Οφείλω κλείνοντας να θεωρήσω εντέλει θετικό το εγχείρηµα του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και του διευθυντή του, Γιάννη Βόγλη. Είναι σπάνιο φαινόµενο στις ηµέρες µας να ευνοούνται σε τέτοια τολµήµατα νέοι καλλιτέχνες και µάλιστα σε εποχές ισχνών αγελάδων. Και πρέπει να δηλώσω ευθαρσώς πως το κοινό που παρακολούθησε την παράσταση δεν έχασε τον Αισχύλο, δεν αλλοιώθηκε το κείµενο και ο σκηνοθέτης δεν πρόβαλε το εγώ του.

Ετοίµασε µια ευάγωγη οµάδα τεχνιτών και µια παράσταση εν εξελίξει βελτιούµενη.