Πολλή συζήτηση έγινε για τους εισαχθέντες µε λευκή κόλλα στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση. Το σύστηµα απένειµε σε κάποια παιδιά που σχεδόν µηδενίστηκαν στις εξετάσεις τον τίτλο του φοιτητή και τα έστειλε να σπουδάσουν τις επιστήµες της γεωργίας και της ξενοδοχοϋπαλληλίας σε ΤΕΙ µικρών επαρχιακών πόλεων. Βέβαια, ήταν εύκολο να σηκωθούν τα κύµατα του ψόγου στα ΜΜΕ και επόµενο να προκληθεί µια σχετική αµηχανία στο υπουργείο Παιδείας. Στην καλύτερη περίπτωση, ωστόσο, ήταν µια πολιτική επιλογή: οξύνοντας τις παθογένειες του συστήµατος καθιστούµε προφανή την επιτακτική ανάγκη δραστικής µεταρρύθµισής του.

Η παραζαλισµένη όµως ελληνική κοινωνία χρειάζεται σαφέστερα δείγµατα προθέσεων για την κατεύθυνση της µεταρρύθµισης. Εν αναµονή τους, στον δηµόσιο και τον ιδιωτικό λόγο ανακυκλώνονται τα στερεότυπα. Στα στερεότυπα µπορεί να υπάρχουν δόσεις αλήθειας, αν και οι προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας από την Τριτοβάθµια Εκπαίδευση είναι ιδεολογικές, µε την αυστηρή έννοια. Δηλαδή, αυτό που εκφράζεται ως προσδοκία της κοινωνίας βρίσκεται σε διάσταση µε τις πρακτικές αυτής της ίδιας κοινωνίας, όπως αποτυπώνονται στην οικονοµική ζωή.

Υπ’ αυτό το πρίσµα χρειάζεται να διαβάσουµε δύο συµπεράσµατα που συγκεντρώνουν σε µεγάλο βαθµό τη συναίνεση των ασχολουµένων µε ζητήµατα Παιδείας: (Α) Το δίχτυ ΑΕΙ και ΤΕΙ που έχει απλώσει η Πολιτεία στην ελληνική επικράτεια είναι στρεβλό και δυσλειτουργικό. (Β) Το µονολιθικό σύστηµα εισαγωγής στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση έφτασε στα όριά του – και τα ξεπέρασε. Συνθέτοντας τα δύο συµπεράσµατα καταλήγουµε στο επόµενο: Η Τριτοβάθµια Εκπαίδευση στην Ελλάδα πάσχει ταυτόχρονα από κατακερµατισµό και οµοιοµορφία. Ασφαλώς, το συµπέρασµα δεν µας λέει κάτι για τα περιεχόµενα της εκπαίδευσης. Η αρχιτεκτονική του συστήµατος όµως προσδιορίζει σε µεγάλο βαθµό τα περιεχόµενά του.

Ποια Τριτοβάθµια Εκπαίδευση χρειάζεται η ελληνική κοινωνία; Για να απαντήσουµε στο ερώτηµα, χρειάζεται πρώτα να ρωτήσουµε: Ποια ελληνική κοινωνία; Η κοινωνία του υπερτροφικού δηµόσιου τοµέα, της εξαρτηµένης από το κράτος επιχειρηµατικότητας και του πελάγους της αυτοαπασχόλησης στα όρια (πλέον) της επιβίωσης δεν χρειάζεται µια πολύ διαφορετική Τριτοβάθµια Εκπαίδευση και, στην πραγµατικότητα, δεν χρειάζεται ούτε καν αυτήν. Αλλά, από την άλλη πλευρά, αν θέλουµε να αλλάξουµε την κοινωνία και την οικονοµία πρέπει να αλλάξουµε την Παιδεία. Αυτό σηµαίνει ότι για την όποια εκπαιδευτική µεταρρύθµιση, και για την προσαρµογή προτύπων που θα εισαχθούν από το εξωτερικό, χρειάζεται να συνυπολογισθεί η απόσταση ανάµεσα στις υφιστάµενες κοινωνικές και οικονοµικές δοµές και στις (ιδεατά) µελλοντικές που θα επενδύουν στη γνώση και θα επιζητούν το αντίστοιχο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Χρειάζεται, επίσης, να εκπονηθεί µια στρατηγική για το πώς η απόσταση αυτή θα διανυθεί, στρατηγική που θα περιλαµβάνει ως µοχλό την εκπαίδευση.

Προϋπόθεση για να χαράξουµε µια τέτοια στρατηγική είναι να ξαναβάλουµε τις βάσεις για µια σοβαρή τεχνολογική εκπαίδευση. Στην προοπτική αυτή, το χειρότερο που µπορούµε να κάνουµε είναι να συγχωνεύσουµε ΑΕΙ και ΤΕΙ, µε οποιαδήποτε κριτήρια, χωροταξικά ή άλλα. Ας µη συγχέουµε τον εξορθολογισµό του συστήµατος και τις οικονοµίες κλίµακας µε την περαιτέρω οµογενοποίησή του εκεί ακριβώς όπου χρειάζεται ισχυρός διαφορισµός.

Βέβαια, στον ανασχεδιασµό της πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης τίθεται πολύ γρήγορα (και ορθά) το ερώτηµα: Ποιος κάνει κουµάντο; Για τρεις σχεδόν δεκαετίες, τα ελληνικά πανεπιστήµια δοκίµασαν µια µορφή εσωτερικής δηµοκρατίας που όµως τα καθήλωνε µέσα σε αυστηρά πλαίσια κρατικών ρυθµιστικών παρεµβάσεων· µια δηµοκρατία στεγανή και υπερκαθορισµένη. Δεν πρέπει να παραβλέπουµε ότι, παρά την καλλιεργούµενη κοινή αντίληψη, στα χρόνια αυτά το διδακτικό δυναµικό και το περιεχόµενο των σπουδών βελτιώθηκαν πολύ. Αλλά το αποτέλεσµα των σπουδών απέχει πια πολύ τόσο από αυτό που νοµίζει ότι θέλει η ελληνική κοινωνία, όσο και από εκείνο που θα τη βοηθήσει να µετασχηµατισθεί. Πράγµατι, το αίτηµα του «κοινωνικού ελέγχου» είναι εύλογο. Αλλά αν πρόκειται να αντικαταστήσουµε στη διοίκηση του πανεπιστηµίου τους συνδικαλιστές φοιτητές των κοµµατικών παρατάξεων µε συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, πάλι κοµµατικών παρατάξεων, που υποτίθεται ότι εκφράζουν τις «τοπικές κοινωνίες», τότε θα έχουµε κάνει µια τρύπα στο νερό. Η όποια επιλογή για τη συµµετοχή εξωπανεπιστηµιακών στη διοίκηση του πανεπιστηµίου πρέπει να γίνει έξω από φορµαλιστικά πλαίσια δήθεν αντιπροσώπευσης των «τοπικών κοινωνιών».

Ο γενικός φορµαλισµός θα βλάψει γενικά τη µεταρρύθµιση: εισαγωγή σε Σχολή αντί σε Τµήµα; Ναι, αλλά πρέπει να αναδιατάξουµε τα Τµήµατα στις Σχολές και, σε ορισµένες περιπτώσεις, να αναβαθµίσουµε Τµήµατα σε Σχολές (π.χ. Ιατρικές). Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιµότερο ο νέος νόµος, αν πρόκειται να είναι πραγµατικά νόµος – πλαίσιο, να θέτει µε ευρύτητα όρια διαφοροποίησης ανάµεσα στα πανεπιστήµια. Μια τέτοια «αυτοτέλεια», που θα κρίνεται εκ των αποτελεσµάτων, αποµένει να δούµε αν εµείς οι πανεπιστηµιακοί θέλουµε να τη σηκώσουµε.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Προϋπόθεση για να χαράξουµε στρατηγική στην Παιδεία είναι να βάλουµε τις βάσεις για µια σοβαρή τεχνολογική εκπαίδευση