«Υπάρχει φόβος» είπε σε µια αποστροφή του ο Γιώργος Παπανδρέου κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου µε τον Ταγίπ Ερντογάν. «Μπορεί η Τουρκία να µας πάρει ένα νησί; Υπάρχει φόβος». Στο ακροατήριο εµφανίστηκαν χαµόγελα που προκάλεσαν την αντίδραση του έλληνα Πρωθυπουργού: «Μη γελάτε».

Αλλά η προτροπή του στους δηµοσιογράφους προκάλεσε πιο έκδηλη ιλαρότητα.

Το περιστατικό είναι ενδεικτικό του ευρύτερου κλίµατος της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα. Ουδεµία πρόοδος σηµειώθηκε στα λεγόµενα «εθνικά θέµατα». Η παραποµπή της διευθέτησης της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη εξακολουθεί να απορρίπτεται από την τουρκική πλευρά, η οποία συνεχίζει να µην προκρίνει την αποµόνωση του ζητήµατος ως µόνης πραγµατικής διαφοράς µεταξύ των δύο χωρών. «Στο Αιγαίο βλέπω σειρά προβληµάτων που συνδέονται µεταξύ τους» δήλωνε ήδη στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου» ο τούρκος Πρωθυπουργός. Το περίφηµο casus belli παρέµεινε έρµαιο παρεξηγήσεων που και οι δύο χώρες επιµένουν να συντηρούν στην κοινή γνώµη τους. Η Τουρκία βρίσκεται εν αδίκω απειλώντας µε πόλεµο και η Ελλάδα βρίσκεται εν αταξία µε χωρικά ύδατα έξι µιλίων και εναέριο χώρο δέκα µιλίων. Σύµφωνα µε την επίσηµη θέση µας, θέλουµε να τα κάνουµε όλα δώδεκα αλλά δεν τα κάνουµε για να µη µας την πέσουν οι Τούρκοι. Ο πολιτικός µαξιµαλισµός από τις δύο πλευρές διατηρεί το ζήτηµα σε χρόνια στασιµότητα. Ωστόσο, η απειλή µιας σύρραξης µε την ενδεχόµενη συνέπεια στην οποία αναφέρθηκε ο έλληνας Πρωθυπουργός φαντάζει όλο και πιο µακρινή. Και θα αποµακρυνθεί περισσότερο, αν η συνάντηση της Αθήνας δηµιουργήσει τη δυναµική της οικονοµικής συνεργασίας που αποτελούσε και τον πραγµατικό της σκοπό. Δεν πρόκειται για την προοπτική δηµιουργίας ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου αλλά µιας ισχυρής διασύνδεσης. Η µία της πλευρά είναι οι αµοιβαίες επενδύσεις. Η άλλη είναι ο συντονισµός για την προσέλκυση από κοινού κεφαλαίων και δραστηριοτήτων, κυρίως στον τοµέα του τουρισµού. Κάποτε, πριν από τη χάραξη των εθνικών συνόρων, τα µικρασιατικά παράλια αποτελούσαν την οικονοµική ενδοχώρα για τα µεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Υπάρχει, άραγε, ο κίνδυνος να συµβεί σήµερα το αντίστροφο και τα ελληνικά νησιά να προσαρτηθούν οικονοµικά στην τουρκική επικράτεια; Οι φόβοι αυτοί εντάσσονται στο σενάριο που κυκλοφορεί ευρέως τον τελευταίο καιρό για την υποτιθέµενη «νεο-οθωµανική» πολιτική της Τουρκίας του Ερντογάν, δηλαδή για την απόπειρα δορυφοροποίησης των κρατών που προέκυψαν στο µακρινό παρελθόν από την οθωµανική κατάρρευση, συµπεριλαµβανοµένης της Ελλάδας. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία επιχειρεί σήµερα να αναλάβει στα Βαλκάνια τον ρόλο στον οποίο η Ελλάδα εν πολλοίς απέτυχε όταν τα αναπτυξιακά δεδοµένα ήταν πιο πρόσφορα. Επίσης σε ό,τι αφορά την ίδια τη χώρα µας, η ατυχής πρόσφατη ρητορική περί «απώλειας της εθνικής κυριαρχίας» γεννά σε πολύ κόσµο αρνητικούς συνειρµούς όταν η συζήτηση µεταφέρεται στα ελληνοτουρκικά. Ωστόσο αυτή η συζήτηση στερείται βάσης, τουλάχιστον όσο η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη υφίστανται και η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί µέλος τους.

Η Τουρκία, της οποίας η προοπτική ένταξης έχει καταντήσει από καιρό κενό γράµµα, αναπροσαρµόζει τη διεθνή στρατηγική της. Οι προοπτικές της οικονοµικής της ανάπτυξης είναι πράγµατι θετικές και η φιλοδοξία του τούρκου Πρωθυπουργού, όπως την εξέφρασε στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», να συµπεριληφθεί η χώρα του στις δέκα ισχυρότερες οικονοµίες του πλανήτη στις αρχές τις επόµενης δεκαετίας δεν είναι υπερφίαλη. Ο τούρκος Πρωθυπουργός όµως επωφελήθηκε από την επίσκεψή του στην παραζαλισµένη Ελλάδα του ΔΝΤ για να κάνει µια επίδειξη ρητορικής που σε µεγάλο βαθµό προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση στην Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν άρπαξε την ευκαιρία να αντιστρέψει το σχήµα που επικρατούσε εδώ και δεκαετίες, σύµφωνα µε το οποίο η Ελλάδα προπορευόταν και η Τουρκία ακολουθούσε ασθµαίνοντας. Η συγκυρία επέτρεψε στον Ερντογάν να παραδώσει µερικά δωρεάν µαθήµατα για τη διαχείριση της οικονοµικής κρίσης. Αλλά η αντεστραµµένη εικόνα δεν αντιστοιχεί στην πραγµατικότητα, όσο κι αν η πρόσφατη ηττοπάθειά µας σε συνδυασµό µε τα παλιά φοβικά µας σύνδροµα µάς καλούν να την πιστέψουµε.

Η οικονοµική διπλωµατία µπορεί να δηµιουργήσει ένα έδαφος εξοµάλυνσης των «εθνικών» διαφορών. Βέβαια, θα χρειαστεί εκατέρωθεν αρκετή ενεργητική πολιτική ώστε οι δύο χώρες να διαχειρισθούν τα οικονοµικά τους κατεστηµένα που παίζουν παραδοσιακά µεταπρατικό ρόλο – κι εδώ ο Ερντογάν έχει δώσει αρκετά δείγµατα βολονταρισµού. Στο τέλος, θα χρειαστεί και αρκετό θάρρος εκατέρωθεν για τις αµιγώς πολιτικές λύσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα βοηθήσει µια πιο ειλικρινής ενηµέρωση της κοινής γνώµης των δύο χωρών ώστε να µπορέσει ο αµοιβαία επωφελής πραγµατισµός να διακριθεί από τις «εθνικές µειοδοσίες».

ΕΞΟΜΑΛΥΝΣΗ

Η οικονοµική διπλωµατία µπορεί να δηµιουργήσει ένα έδαφος εξοµάλυνσης των «εθνικών» διαφορών µε την Τουρκία