«Μετά τις δύο το µεσηµέρι δίνουµε ό,τι µένει στη µισή τιµή. Αν µας βάλουν ταµειακές µηχανές δεν θα µπορούµε να το κάνουµε. Πολλοί έρχονται την ώρα που τα µαζεύουµε και ρωτούν αν έχουµε σάπια ή σπασµένα για να τα πάρουν τζάµπα. Υπάρχει κόσµος που πεινάει. Κόσµος που κλέβει µήλα και πορτοκάλια».

Αυτήν την κατάσταση µού περιέγραφαν χθες οι λαϊκατζήδες. Μαζί µε αυτά όµως είδα κι άλλα. Μπόλικο και ζεστό µαύρο χρήµα. Μπλουζάκια, κάλτσες, εσώρουχα, παντελόνια, κουρτίνες, γυαλικά, κατσαρόλες, είδη προικός και παπούτσια. Ολα µέσα σε µια νάιλον σακούλα, χωρίς αµπαλάζ κι απόδειξη. Οι τιµές τους από 1 µέχρι 20 ευρώ. «Στις λαϊκές δεν µετράς παραπάνω από το 20» µού είπαν οι επαγγελµατίες του είδους. «Αντε να βγάλεις ταµπελάκι µέχρι 19 και 90 λεπτά. Κι αυτό πριν από την κρίση.

Τώρα δεν θα το δεις σε καµία λαϊκή. Ούτε στο Κολωνάκι!». Σε µια εφηµερίδα τυλιγµένα αφορολόγητα πακέτα µε τσιγάρα και γύρω τους µαύρη σακούλα σκουπιδιών. Αν δεν σε γνωρίζουν, δεν σού τα δίνουν. «Πρέπει να έρθεις µε γνωστό», µου εξηγεί µία κυρία, που µόλις προµηθεύτηκε την επίµαχη κούτα.

Στους διπλανούς δρόµους ξενοίκιαστα πολλά µαγαζιά και σε αυτά που λειτουργούν οι έµποροι στέκονται στην πόρτα. Καραούλι στον πελάτη που δεν λέει να φανεί. «Μόνο οι συνταξιούχοι ψωνίζουν τις καθηµερινές», υποστηρίζουν οι καταστηµατάρχες, «ενώ όταν υπάρχει λαϊκή χάνονται στους πάγκους της». Κάποτε, θυµάµαι, ότι τους έβλεπα µε συµπόνοια, τώρα τους ζηλεύω. Κάθε µήνα πληρώνω περίπου 400 ευρώ για µία σύνταξη που δεν γνωρίζω πότε και εάν θα πάρω. Ουσιαστικά, δηλαδή, γεµίζω έναν κουµπαρά που βρίσκεται εκτός Ελλάδος, χωρίς να µου πέφτει κανένας λόγος!