Τι θα γίνει στο σημερινό Εurogroup; Θα μας παρουσιαστεί ο περίφημος «μηχανισμός διάσωσης» ώστε να μπορέσουμε να δανειστούμε με ανεκτό επιτόκιο τα περισσότερα από 20 δισ. που μας χρειάζονται στους επόμενους τρεις μήνες για την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους μας; Αν αυτό συμβεί, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι πρόσφατες συναντήσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Βερολίνο και στο Παρίσι συνέβαλαν αποφασιστικά στη θετική εξέλιξη. Ήδη γνωρίζουμε ότι η περιοδεία του κ. Παπανδρέου σε Ευρώπη και Αμερική λειτούργησε διορθωτικά για την εικόνα της χώρας στον διεθνή Τύπο. Όμως, οι εγχώριες υπερβολές στην απόδοση της πραγματικότητας είναι ενδεικτικές της δυσκολίας μας να κατανοήσουμε τη δομή των προβλημάτων μας, που συνιστούν πλέον το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.

Η εκτίμηση ότι με τις πρωτοβουλίες μας ξεκινά μια νέα σελίδα ρύθμισης των διεθνών αγορών προϋποθέτει μεγάλο ποσοστό πολιτικής και οικονομικής αφέλειας. Επιπλέον, δείχνει πως ο κοσμοπολιτισμός του Πρωθυπουργού προσλαμβάνεται στο πλαίσιο ενός εντόπιου απαρασάλευτου επαρχιωτισμού. Το χειρότερο όμως είναι ότι η μετάθεση και επικέντρωση της συζήτησης στη «διεθνή κερδοσκοπία» κινδυνεύει να ενισχύσει ξανά την ελληνική αυτοθυματοποίηση και να μας παρελκύσει από μια ειλικρινέστερη συζήτηση γύρω από τις εγγενείς αδυναμίες μας, την οποία δειλά δειλά είχαμε αρχίσει να ανοίγουμε. Έχει γίνει κοινός τόπος ότι είναι επείγον η κυβέρνηση να αντισταθμίσει, τουλάχιστον στη συνείδηση των πολιτών, τα μέτρα της περικοπής των δημοσίων δαπανών και της αύξησης των έμμεσων φόρων με έναν δικαιότερο φορολογικό νόμο και με μέτρα που θα τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη. Το αίτημα τίθεται στη βάση της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Αλλά, ακριβώς μέσα στις δύσκολες περιστάσεις, δίνεται η ευκαιρία να τεθεί σε συζήτηση το περιεχόμενο αυτής της έννοιας, που ταλαιπωρείται από τον συνθηματολογικό δημόσιο λόγο. Περισσότερο από ποτέ, η κοινωνία χρειάζεται την κυβέρνηση ως συνομιλητή σε έναν ειλικρινή διάλογο. Αλλά η κυβερνώσα παράταξη εμφανίζεται απρόθυμη να αναλάβει το εγχείρημα. Τα περισσότερα στελέχη της πενθούν για την απώλεια των κοινωνικών κεκτημένων και φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία ως προς την απόσταση που χωρίζει την κυβερνητική πρακτική από τη «φυσιογνωμία» του Κινήματος. Αν όμως η πραγματικότητα είναι δεδομένη, τα στελέχη της προοδευτικής παράταξης θα όφειλαν περισσότερο να αναστοχαστούν αυτή τη δεδομένη «φυσιογνωμία» που την εκλαμβάνουν με τους άκρως συντηρητικούς όρους μιας ιερής παράδοσης.

Δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να αρθρώσει κάποιος ηγετικό προοδευτικό λόγο, επανεκτιμώντας το παρόν και τον παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας. Να μιλήσει για τις κατεστημένες αδικίες των ανισοτήτων, για τα προνόμια που εμπέδωσε η πολιτική συναλλαγή με τις ποικίλες ομάδες πίεσης οδηγώντας στον κοινωνικό κατακερματισμό που εμφανίσθηκε ως «κοινωνική συνοχή» μέσα σε συνθήκες επίπλαστης ευμάρειας, για τις εκατοντάδες των αναχωμάτων στην ανάπτυξη της χώρας που προφύλαξαν τις ιδιαιτερότητες λίγων κάθε φορά, αλλά στο άθροισμα πολλών, υψώνοντας στεγανά ανάμεσα στους «μέσα» και στους «έξω», δηλαδή δημιουργώντας συνθήκες αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και, εν τέλει, κοινωνικού αποκλεισμού.

Θα χρειαζόταν, βέβαια, μια γερή δόση αυτοκριτικής του πολιτικού συστήματος. Όμως, η αυτοκριτική θα ήταν εποικοδομητική αν καταφέρναμε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συμφύσεις του συστήματος αναπτύχθηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε πολλοί από μας δέχθηκαν το κέρασμα «εις υγείαν των κορόιδων». Και εθίστηκαν σ΄ αυτό. Πολλοί βρεθήκαμε σε εναλλασσόμενους ρόλους, πότη και κορόιδου.

Στην κατάσταση αυτή δεν υπάρχουν απλές λύσεις. Οι έποικοι του Δημοσίου διατηρούν, σε κάθε περίπτωση, την ανθρώπινη υπόστασή τους και τα δικαιώματα που απορρέουν απ΄ αυτήν. Η δημόσια διοίκηση χρειάζεται γενναίες τομές και ταυτόχρονα απαιτείται να μειωθεί το μέγεθος του κράτους. Αλλά μήπως η λύση να παγώσουν οι προσλήψεις δεν είναι δυσλειτουργική και ταυτόχρονα άδικη για τους νέους που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στον εκσυγχρονισμό του Δημοσίου; Μάλλον θα έπρεπε να φανταστούμε μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, πέρα από τις σημερινές νοσηρές περιχαρακώσεις.

Αυτή η αναζήτηση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις λουλουδιασμένες αναφορές στην «πράσινη ανάπτυξη». Αυτόματη και ανώδυνη διόρθωση της αδικίας δεν θα υπάρξει. Αλλά η κυβέρνηση έχει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις να απευθυνθεί στην κοινωνία με όρους που ξεπερνούν τα στερεότυπα του παρελθόντος. Άλλωστε, η δουλειά που γίνεται, στη σκιά της οικονομικής κρίσης, στα θέματα της παιδείας, της μετανάστευσης και της διοικητικής δομής της χώρας συνιστά ήδη μια αρκετά αξιόπιστη βάση. Υπό μιαν έννοια, και μέσα στην ανάγκη, η κυβέρνηση έχει και την πολιτική άνεση. Ο πολιτικός της αντίπαλος βρίσκεται στο καναβάτσο και το ατιμωτικό πρόσφατο παρελθόν του έχει απονομιμοποιήσει προκαταβολικά κάθε λέξη που προσπαθεί να προφέρει. Ορισμένες φορές, το παιχνίδι χωρίς πολιτικό αντίπαλο γίνεται πιο δύσκολο. Αλλά αυτό οφείλει να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση: ότι οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει.

ΓΕΝΝΑΙΕΣ ΤΟΜΕΣ

Η δημόσια διοίκηση χρειάζεται γενναίες τομές και ταυτόχρονα απαιτείται να μειωθεί το μέγεθος του κράτους