Ζούμε ένα δράμα χωρίς τέλος. Ή μήπως αρκούμαστε ακόμα απλώς να το παίζουμε; Η άνοδος στη διεθνή σκηνή σε ρόλο πρωταγωνιστή μάς βρήκε απροετοίμαστους. Για την ερμηνεία του ρόλου οι γνώμες διίστανται. Κατά την επικρατούσα εγχώρια άποψη ο πρωταγωνιστής είναι θύμα.

Επιστρέφοντας από τις Βρυξέλλες στο τέλος της περασμένης εβδομάδας ο Πρωθυπουργός επανέλαβε τη δραματική εκτίμησή του περί «απώλειας μέρους της εθνικής μας κυριαρχίας» και πρόσθεσε, σε τόνο εξίσου δραματικό, ότι έχουμε καταντήσει «πειραματόζωο της Ευρώπης». Η τελευταία αποστροφή του προκάλεσε έκπληξη στους Ευρωπαίους συνομιλητές. Βεβαίως, οι διατυπώσεις του Πρωθυπουργού προορίζονταν για εσωτερική κατανάλωση, αλλά καθώς τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας μας ακολουθούν πλέον σε κάθε μας βήμα, οι τακτικοί πολιτικοί ελιγμοί ενώπιον του εγχώριου ακροατηρίου εκτίθενται σε ευρύτερο κοινό. Οι διακρίσεις ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στις οποίες επιμένουμε, περνάνε σε δεύτερο πλάνο. Παρά την προσπάθεια να πολλαπλασιάσουμε τους εαυτούς μας με διαδοχικές διαιρέσεις και να δημιουργήσουμε ισάριθμα άλλοθι, οι εταίροι μας στη διεθνή κοινότητα επιμένουν να μας βλέπουν ως ενιαίο υποκείμενο.

Θα άξιζε να αναρωτηθούμε μήπως το αγαπημένο μας «blame game» (φταίνε οι προηγούμενοι, φταίνε οι κερδοσκόποι, φταίει η Ευρώπη) συμβάλλει περισσότερο από άλλα στην «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας». Πρόκειται, βέβαια, για μια μεγάλη συζήτηση. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και στη ζώνη του ευρώ υπήρξε και είναι αυτόβουλη. Περισσότερο, επί δεκαετίες συνιστούσε «εθνικό στόχο». Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της συμμετοχής ήταν εκ των προτέρων γνωστές. Εκ των προτέρων γνωστό ήταν και το ενδεχόμενο να αποφασίσουν κάποτε οι εταίροι μας για εμάς χωρίς εμάς, αν αποδεικνυόταν ότι δεν μπορούμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο της Ένωσης. Και πάλι όμως ο τελικός λόγος, το βάρος των θεμελιακών επιλογών, μας ανήκει. Φαίνεται ωστόσο ότι τουλάχιστον ένα μέρος του πολιτικού μας συστήματος θα επιθυμούσε να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού, μακριά από αυτό το ίδιο, μπροστά στον φόβο μιας αποτυχίας που θα έθετε σε αμφισβήτηση τη δική του εγχώρια κυριαρχία.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας» προϋποθέτει περισσότερη αυτοκυριαρχία. Στοιχειώδης ένδειξη αυτοκυριαρχίας θα ήταν ότι εννοούμε αυτά που λέμε. Επί του παρόντος, αυτά που λέμε τα εννοούν περισσότερο οι Ευρωπαίοι συνομιλητές μας, παρά εμείς οι ίδιοι. Είναι άραγε αφελείς; Μάλλον θα τους υποτιμούσαμε αν, πίσω από τις γραμμές, εκβιάζαμε την «αλληλεγγύη» τους. Πράγματι, μέσα στην κρίση και ειδικότερα χάρη στην «ελληνική περίπτωση», το ευρωπαϊκό σύστημα έδειξε τα όριά του. Είναι όμως προφανές ότι ένας μηχανισμός διάσωσης των απολωλότων κρατών-μελών προϋποθέτει, πέρα από τη νομισματική ένωση, ενιαία δημοσιονομική πολιτική και εντέλει ουσιαστικότερη πολιτική ενοποίηση. Άρα και μικρότερη «εθνική κυριαρχία».

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, αν φτάσουμε ποτέ, θα χρειαστεί να ασκήσουμε, εκόντες άκοντες, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η επίτευξη μακροοικονομικών στόχων έχει τεθεί εκ των πραγμάτων από το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, αλλά η εφαρμογή ενός προγράμματος σταθεροποίησης δεν έχει στόχο τον απρόσκοπτο εξωτερικό δανεισμό. Ο δανεισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι κοινός τόπος ότι η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η μείωση των δαπανών πρέπει να γίνουν με τον δικαιότερο δυνατόν τρόπο. Επίσης, είναι κοινός τόπος ότι απαιτείται αναπτυξιακή πολιτική. Κάπου εδώ όμως τελειώνουν οι κοινοί τόποι. Είναι ανάγκη να ακουστεί πιο δυνατά ότι για την ανάπτυξη θα χρειαστούν μέτρα που θα ξεβολέψουν την ελληνική κοινωνία περισσότερο από όσο θα την πονέσουν τα μέτρα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Θα χρειαστεί να αναδομηθούν η παραγωγική βάση και η αγορά εργασίας. Έως σήμερα, και πέρα από τους γνωστούς «έχοντες και κατέχοντες», η οικονομική βάση μας βρισκόταν κατακερματισμένη σε απειράριθμα μαγαζάκια. Οι έχοντες επάγγελμα ή επιχείρηση, οι έχοντες σταθερή εργασία, οι έχοντες μόνιμη θέση στον δημόσιο τομέα, κλείνονταν στις ιδιόρρυθμες μικρές παράγκες τους για να ζήσουν μια ήσυχη ζωή μέχρι την (κατά προτίμηση, πρόωρη) σύνταξη. Και πάσχιζαν να κλείσουν την πόρτα στους απέξω. Αυτή η κοινωνία-παραγκούπολη πλησιάζει στο τέλος της. Μέχρι τώρα, η κυβερνητική ρητορική περί πράσινης ανάπτυξης λειτούργησε ως φραστικό υποκατάστατο μιας πιο ουσιαστικής συζήτησης που θα οδηγούσε σε τολμηρότερες αποφάσεις. Αυτή είναι όμως η δουλειά της πολιτικής. Εκεί θα δοκιμαστεί η κυριαρχία της. Αν ο κάθε υπουργός χρειάζεται εφεξής έναν Ευρωπαίο κομισάριο στο γραφείο του για να λάβει αντ΄ αυτού τα μέτρα που ο ίδιος δεν τολμά, θα έχουμε επικυρώσει μόνοι μας την πολιτική μας χρεοκοπία. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί. Καλούμαστε σήμερα να αποδείξουμε ότι δεν μας έχει απομείνει περισσότερη «εθνική κυριαρχία» από όση αντέχουμε.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ

Αν ο κάθε υπουργός χρειάζεται εφεξής έναν Ευρωπαίο κομισάριο στο γραφείο του για να λάβει αντ΄ αυτού τα μέτρα που ο ίδιος δεν τολμά, θα έχουμε επικυρώσει μόνοι μας την πολιτική μας χρεοκοπία