Για τον πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα, ποιητή, μεταφραστή, διανοητή, Δημήτρη Δημητριάδη έχουν γραφτεί διθύραμβοι από τους γαλλόφωνους κριτικούς – αντίθετα με την Ελλάδα
«Μαύρο διαμάντι, όπως αυτά που παράγονται από καιρού εις καιρόν στη λογοτεχνία, το οποίο διεισδύει στα κατάβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης, με τη δύναμη μιας ζέουσας γλώσσας, χειμαρρώδους», έγραψε η γαλλική εφημερίδα «Le Μonde» για το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα», με αφορμή την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο θέατρο «Οντεόν» του Παρισιού.

Παράλληλα, δύο ακόμα θεατρικά έργα του ανεβαίνουν στο παρισινό θέατρο, ενώ προγραμματίζεται μεγάλο αφιέρωμα με συζητήσεις, αναγνώσεις, συνέδρια, εκδόσεις έξι έργων του (πολυγραφότατος, με 25 ανέκδοτα στο συρτάρι του). Στην Αθήνα, ο Λευτέρης Βογιατζής προετοιμάζει το ανέβασμα του πρωτοπαρουσιαζόμενου έργου του «Τόκος». Έκρηξη αναγνώρισης, σύμπτωση ή δικαίωση νομοτελειακή;

«Δεν θα το σχολιάσω με όρους επιτυχίας. Το αφιέρωμα στο «Οντεόν» ετοιμάζεται εδώ και τρία χρόνια από τον Ολιβιέ Πι, ο οποίος διαβάζοντας τη «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» αποφάσισε αυτό τον αφιερωματικό κύκλο. Το θεωρώ πράξη ποιητικής τόλμης, που έχει να κάνει με έναν βαθμό πολιτισμού ο οποίος διαφοροποιεί τη μια χώρα από την άλλη, τον τρόπο με τον οποίο κρίνονται και αξιολογούνται τα πράγματα. Είναι διαφορετική η πρόσληψη που έγινε έξω. Στην Ελλάδα, δεν έχω καμία πρόσληψη. Τα δύο έργα μου («Η αρχή της ζωής» και «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή») που ανέβηκαν στο «Αμόρε» λοιδορήθηκαν από τους κριτικούς. Ο χώρος καταστρατηγείται από ανθρώπους που κρατούν σκοπιά, για να κρατούν τα σύνορα κλειστά. Η στάση τους επιδιώκει να επηρεάσει αρνητικά τη δουλειά μου. Αλλά, το πληρώνουν με τη δική τους υποτίμηση. Χάνουν τον ιστορικό τους ρόλο. Παραγνώρισαν τη σημασία ενός έργου ή τους διέφυγε από ισχυρογνωμοσύνη και εχθρότητα. Ποια είναι η δουλειά ενός κριτικού; Να ανοίγεται στο άγνωστο ή να παραμένει στις εμμονές του;».

Γράφετε θεατρικά, πεζά, ποιητικά κείμενα. Ποια είναι τα όρια- στα έργα σας είναι λίγο δυσδιάκριτα- και πώς επινοείτε τα θέματά σας;

Στόχος μου είναι η υπέρβαση των ορίων. Όλα γίνονται σε ένα οριακό σημείο, το οποίο κρούεται για να παραβιαστεί και να υπερβαθεί. Περισσότερο από την πεζογραφία και την ποίηση θαυμάζω τους ανθρώπους που έγραψαν θέατρο. Είναι μια βίβλος γενέσεως το θέατρο. Αρκεί να υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία και όχι προσήλωση σε σκοταδισμό, γιατί τότε αποκόπτεται ο διάλογος- η απουσία διαλόγου δημιουργεί καταστάσεις επιβολής και τήρησης κανόνων. Δουλεύω εδώ και πολλά χρόνια αφιερωμένος σε κάτι που με απασχολεί, χωρίς να σταματώ. Το θέατρό μου είναι μια θεατρική ανθρωπολογία. Θαυμάζω τον άνθρωπο. Όσο κι αν με απογοητεύει, με εκνευρίζει, επιζητώ θεατρικά την αναδημιουργία του. Εγχείρημα δυσπρόσιτο. Αλλά το θέατρο της επινόησης και εμβάθυνσης σε καταστάσεις και σχέσεις, πρέπει να στοχεύει ψηλά.

Πολύ νέος γνωρίσατε τεράστια επιτυχία με το ανέβασμα του έργου σας «Η τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά» από τον Πατρίς Σερό. Αλλά επιστρέψατε στην Ελλάδα. Γιατί;

Μετά την παράσταση του Σερό πέρασα μία δεκαετία χωρίς να γράψω τίποτα. Γύρισα, για να μπορέσω να αναβαπτιστώ. Η έξοδός μου ήταν να γράψω το «Πεθαίνω σα χώρα». Πέρασα πολλές φορές από τη διαδικασία της απομόνωσης. «Ο σπόρος για να φυτρώσει πρέπει να πεθάνει πριν», λέει το Ευαγγέλιο. Είναι μια μορφή θυσίας που δεν ζητάει ανταλλάγματα. Το κάνεις για το ίδιο το έργο. Το κίνητρο μέσα μου, αυτό που με κρατούσε προσηλωμένο σε κάτι, ήταν η βαθιά ανάγκη να βρω τρόπους έκφρασης κάποιων φορτίων. Και παραμένει. Έχει γίνει μάλιστα πιο έντονο.

Επιλέξατε να γίνετε συγγραφέας ή ήταν μια εσωτερική ώθηση;

Φοιτούσα στο πρώτο έτος της Νομικής, όταν πήρα υποτροφία από το βελγικό κράτος. Μεγάλη τομή στη ζωή μου η Σχολή, γιατί εκεί προσανατολίστηκα στο θέατρο κι εκεί ήρθε να με βρει η γραφή. Ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που έχουν απότομες κατακτήσεις, αλλά σταδιακά προχωρώ προς κάτι. Είναι μια πορεία με κατεύθυνση στην ουσία της θεατρικής ποίησης μέσα από τη λιτότητα, την ακρίβεια. Ανακαλύπτω εκ των υστέρων, ξαναδουλεύοντας ήδη γνωστούς μύθους και έτοιμα έργα, έναν κόσμο θεμάτων που εμφανίζονται με επανάληψη και προσπαθούν να βρουν πλευρές σημερινές.

Με μια ματιά


1944: Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίζει να ζει.

1963: Σπουδάζει με υποτροφία θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες.

1966: Το πρώτο του θεατρικό «Η τιμή της αναρχίας στη μαύρη αγορά» ανεβάζει στο Παρίσι ο Πατρίς Σερό.

1978: Εκδίδεται το πεζογράφημα «Πεθαίνω σα χώρα».

2003: Το έργο του «Ανθρωπωδία. Μια ατελής χιλιετία» κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

«Δεν μπορούμε να γράψουμε χωρίς τίμημα»


Στο καταστάλαγμά του σήμερα, τι θα άλλαζε;

«Είμαι ευγνώμων που έγιναν τα πράγματα όπως έγιναν», λέει. «Όλα έχουν μια εσωτερική συνοχή, ακόμα κι αυτά που με πλήγωσαν ήταν αναγκαίο να συμβούν. Το τίμημα έχει να κάνει με την τιμή. Δεν μπορούμε να γράψουμε ή να δημιουργήσουμε χωρίς να καταβάλουμε τίμημα. Τα πάντα έχουν νόμους, που όταν παραβλέπονται ή παραβιάζονται δεν οδηγούν πουθενά.

Τίποτα δεν γίνεται χωρίς να καταβληθεί κόπος, πόνος. Δεν μπορείς να λάβεις αν δεν δώσεις. Εξ ου και οι ζωές μας είναι μισές, ανεπαρκείς, λίγες. Τα πράγματα έχουν πάρει έναν δρόμο που πάει στην ολοένα μικρότερη ανταλλαγή.

Υπάρχει μια συνεχής μείωση αισθημάτων και αισθήσεων. Νομίζω ότι και ο ίδιος ο άνθρωπος θέλει να μην καταλαβαίνει. Αποφεύγει με ένα ζωώδες ένστικτο το δύσκολο και το δυσάρεστο.