Η Λορέτα ήταν 18 ετών όταν έφυγε από τη Σιέρα Λεόνε. Είχε γνωστούς στην Ελλάδα και ήρθε με σκοπό να φύγει για Αμερική. Ζήτησε πολιτικό άσυλο, αλλά επειδή, όπως της είπαν, είχαν δικτατορία τότε στη χώρα της- ο εμφύλιος ξέσπασε αργότερα- η αίτησή της απορρίφθηκε. Με τον φόβο της απέλασης, έζησε παράνομα γύρω στα 10 χρόνια. Μέχρι το 1998.

Δεν είχε σκοπό να μείνει. Αν την είχαν νομιμοποιήσει νωρίτερα, θα είχε φύγει.

«Δεν δίνουν άδεια παραμονής, γι΄ αυτό μένουμε Ελλάδα. Αλλιώς, τουλάχιστον, οι Αφρικανοί μετανάστες θα έφευγαν. Δεν ξέρουν τη γλώσσα, δεν βρίσκουν δουλειά. Να μείνουν εδώ, να κάνουν τι;» με ρωτάει. Και συνεχίζει: «Αν έδιναν άδειες και πιο ασφαλείς θα αισθανόμασταν και λιγότεροι θα ήταν οι μετανάστες στη χώρα σας. Τώρα, πέρασαν τα χρόνια, είκοσι τον αριθμό και άλλαξα γνώμη.

Λέω, θα μείνω εδώ και θα παλέψω».

Και το παλεύει. Τα τελευταία πέντε χρόνια είναι πρόεδρος των Αφρικανών Γυναικών που ζουν στην Ελλάδα. Έχει γνωρίσει την εκμετάλλευση και την αλληλεγγύη μαζί στον ίδιο τόπο. Τον τόπο μας.

Γνώρισε μετανάστες που πούλησαν έρωτα για ένα γάμο που θα τούς εξασφάλιζε τη νομιμοποίηση και Έλληνες που παντρεύτηκαν μετανάστριες έναντι μερικών χιλιάδων ευρώ. Η νομιμοποίηση περνά από πολλά σκοτεινά μονοπάτια και όπως πιστεύει η Λορέτα εγκλωβίζει, τελικά, μετανάστες που δεν είχαν καμία πρόθεση να μείνουν Ελλάδα. «Αν κάνει έγκλημα ένας μετανάστης χωρίς χαρτιά, πώς θα τον βρουν;» με ρωτάει. Δεν ξέρω να της απαντήσω. Βλέπω τον φόβο τόσο στα μάτια των Ελλήνων όσο και στα μάτια των μεταναστών. Γινόμαστε όλοι ποντικοί για μία ασφαλή τρύπα κι ένα υποσχόμενο τυρί. Οι γάτες, όμως, έχουν αλλάξει στέκια. Προτιμούν τις Βρυξέλλες και τα Ηνωμένα Έθνη. Γι΄ αυτό και πληρώνουν πια μόνο για… φάκες.