Πετάχτηκα με τις σαπουνάδες στα χέρια και φώναζα στην πέρα πλαγιά της Γκιώνας: Κόπηκε το νερό, τρεχάτε να δείτε, κόπηκε το νερό! Στο πιάτο έβλεπα για ώρες την τεχνητή λίμνη του Μόρνου, αλλά νερό δεν έπινα από εκεί. Δεν γινόταν, προοριζόταν για την Αθήνα και γω- μεγάλη η Χάρη της- έλειπα από εκεί.

Προηγουμένως, εξάλλου, εμείς οι ίδιοι λέγαμε πόσο νόστιμες είναι οι άνυδρες ντομάτες της Σαντορίνης και το αγριοκάτσικο που σερβίρουνε στους ικαριώτικους γάμους. Με άλλα λόγια θυμόμασταν το Αιγαίο ενώ χαιρόμασταν τη δροσιά του βουνού μακριά από το άγχος της δουλειάς και τον κρύο ιδρώτα του κλιματιστικού. Τι να το κάνεις το νερό, όταν έχεις άφθονο κρασί, παγωμένες μπίρες και τσίπουρο;

Πέσαμε με τα μούτρα, λοιπόν, πάνω στις γεμιστές και ορφανές πιπεριές της κυρά Λένης και το ζυμωτό ψωμί. Φιλοτιμηθήκαμε, ωστόσο, να πλύνουμε τα δεκάδες πιάτα που λερώναμε. Είχα διαλέξει τα πιάτα των φρούτων, των γλυκών και τα φλιτζάνια του καφέ. Αισθανόμουν διπλά τυχερή που απέφυγα τη σκληρή βρωμιά και τα βαριά καζάνια και ταψιά. Μέχρι που ξέμεινα στην αυλή με τη λερωμένη ποδιά και τις σαπουνάδες στα χέρια να με φωτογραφίζουν τα φλας των αστραπών. Αστράφτει η Γκιώνα, φώναξαν, και άρχισαν το τραγούδι. Το Δεκαπενταύγουστο όλα επιτρέπονται σκέφτηκα, είναι- μεγάλη η Χάρη της- και γνωστά τα πανηγύρια που την ακολουθούν μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Του ούζου, του τσίπουρου, του ψωμοτυριού, του καλαμποκιού και ό,τι μπορεί να χορτάσει το μάτι του ανθρώπου για να σηκωθεί και να φέρει γύρα τους καημούς του.

Το κράτος και εμείς σε διακοπές μαζί με το δίκτυο ύδρευσης του Δήμου Βαρδουσίων. Να ρίξουμε μέσα νερό; Όχι βέβαια, μπορεί και να σκουριάσει, τους είπα με τη γνωστή αφέλεια που διακρίνει τα έργα και τις ημέρες μας.