Το ΠΑΣΟΚ «εργαλειοποιώντας» την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναλαμβάνει ένα σημαντικό πολιτικό ρίσκο. Η ηγεσία του, συνεπώς, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη τόλμης. Επίσης, ενημερώνοντας εγκαίρως για τις προθέσεις της, δείχνει την αποφασιστικότητά της, αποφεύγει τις σπασμωδικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής και συμβάλλει στο ξεκαθάρισμα του πολιτικού ημερολογίου. Η δέσμευση του ΠΑΣΟΚ εισάγει τη χώρα σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο (το αργότερο τον Μάρτιο θα έχουμε προκήρυξη πρόωρων εκλογών), την οποία μόνον ο Πρωθυπουργός μπορεί να συντομεύσει.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τη θέση που διατύπωσε για την εκλογή Προέδρου (συμφωνούμε στο πρόσωπο αλλά δεν το ψηφίζουμε ώστε να γίνουν πρόωρες εκλογές και θα το ψηφίσουμε μετά) αγγίζει τα όρια και του πολιτικά εύλογου και του θεσμικά αποδεκτού. Στην πραγματικότητα έχει κάνει μια επιλογή που είναι- εν γνώσει του- εκτός του πνεύματος του ισχύοντος Συντάγματος (έστω και αν τυπικά δεν αποτελεί παραβίαση ρητού συνταγματικού κανόνα). Ήταν δε λογικό η επιλογή αυτή να συναντήσει την αντίδραση έγκυρων συνταγματολόγων. Δεν προκαλεί, συνεπώς, εντύπωση ο διάλογος που άνοιξε και στον οποίο συμμετέχουν, όπως είναι φυσικό, ειδικοί και μη ειδικοί. Μάλλον προκαλεί εντύπωση το ότι υπάρχουν ακόμη συνταγματολόγοι που σιωπούν ή συνταγματολόγοι που δεν απαντούν ευθέως στο ερώτημα αν ο συντακτικός νομοθέτης επιθυμεί η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να χρησιμοποιείται ως λόγος διάλυσης της Βουλής. Ο απλός κόσμος που διαθέτει τον κοινό νου μάλλον γνωρίζει την απάντηση, την οποία κάποιοι ειδικοί ακόμη δεν μας έχουν δώσει.

Στην Ελλάδα, τα κόμματα, με συστηματικό και μοναδικό- για τα δεδομένα της Δυτικής Ευρώπης- τρόπο, έχουν υπονομεύσει τη λειτουργία του θεσμικού συστήματος. Αυτό εξηγεί τον διαδεδομένο πολιτικό κυνισμό της κοινής γνώμης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους χωρίς εξαίρεση τους «θεσμούς κύρους» που συγκροτούν το πολιτικό σύστημα (και, πρωτίστως, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα κόμματα) αποτελεί ένα ευρύ και σφριγηλό ρεύμα γνώμης που υπερβαίνει κομματικές ταυτίσεις, ηλικιακές ομάδες, κοινωνικές τάξεις και πολιτισμικές ευαισθησίες. Το ΠΑΣΟΚ, με την επιλογή του στο θέμα της εκλογής του Προέδρου, ενδυναμώνει αυτό το ούτως ή άλλως ισχυρό ρεύμα κυνισμού και αποστασιοποίησης, υπονομεύοντας περαιτέρω τον κοινό αξιακό ιστό που τόσο ανάγκη έχει αυτή η κοινωνία για να προχωρήσει. Υποβαθμίζοντας στην πράξη, όσο ευγενείς και αν είναι οι προθέσεις των στελεχών του, τη σημασία του σεβασμού των κανόνων, ισχυροποιεί την κουλτούρα του «όλοι ίδιοι είναι». Έτσι, και ταυτόχρονα, υποσκάπτει τη δική του εικόνα και αξιοπιστία, το κύρος του ως κόμματος που εκπροσωπεί «κάτι άλλο», έναν άλλο τρόπο άσκησης πολιτικής και ένα άλλο ήθος.

Γι΄ αυτό και το επιχείρημα ότι «η Ν.Δ. δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί για τους θεσμούς», όσο σωστό και αν είναι (και πράγματι είναι), είναι επιχείρημα μιας άλλης εποχής. Τα ζητούμενα, στη σημερινή εποχή της δυσπιστίας αλλά και της αναζήτησης ενός άλλου πολιτικού ορίζοντα, έχουν μεταβληθεί. Το διακύβευμα της προεδρικής εκλογής, που παραμένει εμβληματική παρά τις ισχνότατες εξουσίες της Προεδρίας, δεν βρίσκεται στο «πνεύμα των νόμων» ούτε στο νόημα των συνταγματικών διατάξεων, αλλά στο πολιτικό και ηθικό «νόημα» που εκπέμπει η δράση και ο λόγος των πρωταγωνιστών. Oι αμφιλεγόμενες θεσμικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ δεν θα ανατρέψουν το προβάδισμα που έχει αποκτήσει εν όψει των επόμενων βουλευτικών εκλογών. Το ΠΑΣΟΚ είναι προ των πυλών της εξουσίας. Οι αντίπαλοί του, κυρίως η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα αυτογκόλ που έχουν επιτύχει, το διευκολύνουν. Ενδεχομένως ο Πρωθυπουργός να το διευκολύνει ακόμη περισσότερο αρνούμενος το θεσμικό «δώρο» και προκηρύσσοντας εκλογές τον Οκτώβριο. Ωστόσο οι θεσμικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ θα δυσχεράνουν την πλειοψηφική δυναμική του κόμματος. Το ΠΑΣΟΚ, με τους χειρισμούς του, αφαιρεί πολιτικό και ηθικό νόημα από το δικό του πολιτικό διάβημα. Αφαιρεί ορμή από τη στήριξη που διαθέτει. Όσο η δράση του προσλαμβάνεται ως τακτικισμός και βραχυπρόθεσμο εκλογικό συμφέρον τόσο το «άλλο» παράδειγμα που υπόσχεται (και που τόσο έχει ανάγκη η κοινωνία) θα εμφανίζεται ως μη πειστικό.

Στην πολιτική, η τακτική είναι μια κρίσιμη παράμετρος του κομματικού αγώνα. Γιατί όμως τα κομματικά επιτελεία τείνουν να επιλέγουν την πιο βραχυπρόθεσμη από τις «καλές» τακτικές; Γιατί λειτουργούν σαν να έχουν υπογράψει συμβόλαιο αορίστου διάρκειας με την πολιτική «στα πεταχτά»; Πρόκειται για ένα ερώτημα στο οποίο ο γράφων δεν διαθέτει απάντηση.

ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ

Στην Ελλάδα, τα κόμματα, με συστηματικό και μοναδικό τρόπο, έχουν υπονομεύσει τη λειτουργία του θεσμικού συστήματος

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών