H κρίση που εκδηλώθηκε στη χρηματοπιστωτική σφαίρα εξελίχθηκε πλέον σε κρίση συστημική. Συστημική, με την έννοια ότι συνδέεται με τα στοιχεία που συνθέτουν τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του υποδείγματος οικονομικής-κοινωνικής πολιτικής και ρύθμισης, το οποίο παγιώθηκε στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Συστημική, με την έννοια επίσης ότι πλήττει το ισχυρότερο κέντρο οργάνωσης του υποδείγματος: τις αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ που ήταν οδηγητικοί κόμβοι του συνολικού συστήματος για την οργάνωση αγορών, τη μεσολάβηση σε αυτές και την προώθηση χρηματοοικονομικών καινοτομιών και εργαλείων. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα επιτελεί μία λειτουργία δημόσιου συμφέροντος (τη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης) και θα έπρεπε να ρυθμίζεται με βάση αυτή την αρχή. Η σκέψη αυτή συνδυάζεται με την προφανή χρεοκοπία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού: ότι το κράτος είναι «κακό επειδή είναι ανίκανο» και οι αγορές «καλές γιατί είναι και ικανές και αποτελεσματικές». Τα κράτη σήμερα καλούνται να δράσουν ως εγγυητές της σταθερότητας, με έναν τρόπο παρεμβατικό. Επομένως, πλήττεται η δυνατότητα συγκρότησης συναίνεσης με βάση τις «αρχές της ελεύθερης αγοράς», λόγω των αποτελεσμάτων που έχει η κρίση στους εργαζομένους, που μέχρι σήμερα επωμίζονταν τις «θυσίες της σταθεροποίησης». Από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης (κυβερνήσεις και αξιωματικές αντιπολιτεύσεις) προβάλλεται η «αναγκαιότητα μιας νέας ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος».

Πράγματι, το ισχύον πλαίσιο κανόνων ρύθμισης του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος («Βασιλεία ΙΙ»), δηλαδή οι κανόνες αγοραίας (mark-to-market) αποτίμησης των τραπεζικών στοιχείων και ο περιορισμός των «αδρανών» κεφαλαίων στο ελάχιστο δυνατό, αποδεικνύεται όχι μόνο αναποτελεσματικό αλλά και συντελεστής ενίσχυσης (amplifier) των κρίσεων. Η ρύθμιση αυτή οξύνει την κρίση επειδή περιορίζει τις δυνατότητες δανεισμού των τραπεζών ακριβώς στις περιόδους που απαιτείται αυξημένος δανεισμός.

Η παρούσα κρίση μετέτρεψε έτσι τις περισσότερες κυβερνήσεις σε θιασώτες της «θετικής σημασίας» που έχει η παρουσία του Δημοσίου στον χώρο των εμπορικών τραπεζών (και των ασφαλιστικών εταιρειών).

Εντούτοις, η ιδέα για μια νέα ρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και για κρατικοποίηση ορισμένων τραπεζών επιχειρεί μάλλον να διατηρήσει τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, παρά να τους μεταβάλει. Πέρα από το ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί στην παρούσα φάση να ξεπεράσει κάποια όρια, λόγω ακριβώς της διεθνοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και του ότι εκτός ρυθμίσεων παραμένει ένα μεγάλο τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (π.χ. hedge funds, φορολογικοί παράδεισοι, κ.λπ.), παραβλέπει ότι η κρίση πλήττει πλέον όλους τους τομείς της οικονομίας, οδηγώντας σε ό,τι η επίσημη οικονομική θεωρία περιγράφει ως «παγίδα ρευστότητας»: αποπληθωρισμό, επιτόκια που τείνουν στο μηδέν, κατάρρευση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Αυτό που χρειάζεται στις παρούσες συνθήκες είναι έμφαση στη δημοσιονομική πολιτική για στήριξη της λαϊκής ζήτησης και της συλλογικής κατανάλωσης (κοινωνικό κράτος: δημόσια υγεία και παιδεία, κοινωνική ασφάλιση και προστασία).

Εντούτοις, οι ιθύνουσες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, τυφλωμένες από το ταξικό τους μίσος προς την εργασία (ή από την προσκόλλησή τους στα άμεσα συμφέροντα του κεφαλαίου: ελαστικότητα της εργασίας, αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου), επιμένουν στην πάγια «αντιπληθωριστική» πολιτική περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Oι δυνάμεις της εργασίας δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν μέρος αυτής της απόπειρας «νέας ρύθμισης», που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντά τους. Αντίθετα, η κρίση τούς παρέχει για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τη δυνατότητα να παρέμβουν για να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης και να επιβάλουν λύσεις που διασφαλίζουν τα δικά τους συμφέροντα απέναντι στο κεφάλαιο.

Το ζήτημα σήμερα είναι ότι η κοινωνική ασφάλιση εξαρτάται από τις αποδόσεις των ασφαλιστικών ταμείων, η παιδεία από τα ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενα «ερευνητικά προγράμματα», η εργασία από τη διεθνή αποτίμηση της κερδοφορίας της επιχείρησης στα χρηματιστήρια και τις τράπεζες του κόσμου, τα τρόφιμα από την εύρυθμη λειτουργία των αγορών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, οι λειτουργίες των δήμων από τα αμοιβαία κεφάλαια και τις διεθνείς χρηματαγορές τίτλων, το περιβάλλον από τα δικαιώματα ρύπων και η κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών από το ύψος του χρέους στις πιστωτικές κάρτες.

Στις σημερινές συνθήκες, προβάλλει ως άμεση αναγκαιότητα η αποσύνδεση των αναγκών από τις εμπορεύσιμες αξίες, δηλαδή η υπεράσπιση της οργάνωσης των κοινωνιών με γνώμονα την ελευθερία ικανοποίησης των αναγκών και όχι με βάση τον ψυχαναγκασμό της αξιοποίησης των κεφαλαίων.

Ο Γιάννης Μηλιός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΜΠ.

ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΕΙΔΙΑ

Στις παρούσες συνθήκες είναι αναγκαία η έμφαση στη δημοσιονομική πολιτική για στήριξη της λαϊκής ζήτησης και της συλλογικής κατανάλωσης (κοινωνικό κράτος: δημόσια υγεία και παιδεία, κοινωνική ασφάλιση και προστασία)