Όπως ο μέσος όρος δεν υπάρχει κατά την πιο εύστοχη διαφημιστική καμπάνια των τελευταίων καιρών, έτσι και ο μέσος διαδηλωτής δεν υπάρχει.

Μπορεί ένα μωσαϊκό ετερόκλιτων στοιχείων να συνωστίζεται στους δρόμους. Ένα πολύχρωμο πολύβουο μωσαϊκό, που απαρτίζεται από απελπισμένους πεινασμένους μετανάστες, μέχρι οργισμένους έφηβους που γενικώς ήσαν και είναι εναντίον των πάντων. Μπορεί ανάμεσά τους να συνωθούνται ένα σωρό περιθωριοποιημένοι νέοι που μια αφιλόξενη μοχθηρή πόλη και μια επίσης αφιλόξενη, μοχθηρή εποχή τούς ξέβρασε σε ένα εφιαλτικό περιθώριο κι εκείνοι με τη σειρά τους (και πώς αλλιώς;) απορρίπτουν αυτούς που τους απορρίπτουν. Μπορεί κάπου εκεί να περιδιαβαίνουν και παιδιά πλούσιων οικογενειών που έχουν τα πάντα αλλά και που ταυτόχρονα αυτό το πάντα συνορεύει με το τίποτα και δεν είναι ικανό να γεμίσει το αδηφάγο μέσα τους κενό. Μου έλεγε κάποιο από αυτά τα προνομιούχα παιδιά:

«Μα μπορεί να τα έχω όλα, όμως τι να τα κάνω, πώς να χαρώ, δεν μπορώ να χαρώ τίποτα, γύρω μου είναι όλα μέσα σε μια φτώχεια, φτώχεια ονείρων, οραμάτων, μπορεί να μην είμαι αλλά νιώθω πάμπτωχος».

Μπορεί σκοτεινής προέλευσης κουκουλοφόροι να σπάνε αναχαιτίζοντας τον ρομαντισμό ειρηνικών διαδηλωτών, και ανάμεσά τους συνειδητοποιημένοι διαδηλωτές που έχουν επιλέξει τη βία σαν τρόπο επίλυσης της δυσφορίας τους, μπορεί πλιατσικολόγοι να παραμονεύουν χαιρέκακα να αρπάξει φωτιά το μαγαζάκι για να ορμήσουν μέσα του και να αρπάξουν κάνα- δυο τηλεοράσεις και δυο- τρία κινητά. (Σε κάθε περίπτωση μέσα σε μια εξέγερση το πλήθος μεταμορφωμένο σε όχλο καταργεί τα όρια και το αβυσσαλέο μένος άναρχα ξεχύνεται). Μπορεί, μπορεί, όλα αυτά μπορεί, όμως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσει τη συνταρακτική αλήθεια που κρύβει το σύνθημα «φοβάμαι να γίνω 18 χρόνων». Αν δεν γίνει κατανοητό ότι ο φόβος αυτός είναι αμιγές προϊόν μιας ανάλγητης εποχής, αναδιπλασιασμένος από μια ανάλγητη διακυβέρνηση, είναι γνωστό το δραματικά επίκαιρο

ΑΝ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ

σήμερα είναι δύσκολο, το να είσαι νέος και να ζεις μοιάζει να είναι ακόμα πιο δύσκολο

ανέκδοτο, να δολοφονείς αγρίως τους γονείς σου και να ζητάς οδυρόμενος να σε φροντίσουν και να σε περιθάλψουν σαν ανυπεράσπιστο ορφανό. Κάτι τέτοιο μου φέρνει στον νου ο δημόσιος λόγος που ζητά από τα παιδιά να μη βγαίνουν στον δρόμο και να ανοίξουν τα σχολεία σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Χίλιες φορές να ανοίξουν τα σχολεία. Αλλά όχι σαν να μη συμβαίνει τίποτα όταν συμβαίνουν τα πάντα. Η παιδεία ως εθνική προτεραιότητα είναι το μέγα ζητούμενο.

Θα εστιασθώ στους μαθητές.

Αν το να ζεις σήμερα είναι δύσκολο, το να είσαι νέος και να ζεις μοιάζει να είναι ακόμα πιο δύσκολο.

Αν δεν γίνει κατανοητό ότι υπάρχει ένα ελπιδοφόρο κομμάτι μέσα σε αυτό τον θυμό που ξεσηκώνει σε χιλιάδες αυθόρμητες, μη καθοδηγούμενες, εκδηλώσεις τα παιδιά στους δρόμους, αν δεν δοθεί σεβασμός στο αίτημα «μη ρίχνετε δακρυγόνα, κλαίμε κι από μόνοι μας» κι αν δεν τείνει ο ενήλικος με σεβασμό το αυτί του να αφουγκρασθεί την κραυγή αγωνίας των νέων παιδιών («εσείς μιλάτε για βιτρίνες εμείς για ζωές»), αν δεν κάνει τον κόπο να μπει, έστω για μια στιγμή, στο μυαλό ενός δεκαπεντάχρονου που έζησε μια εκτέλεση εν ψυχρώ ενός ομοίου του, του εαυτού του δηλαδή, και μετά βιώνει την αδιανόητη σκύλευση της μνήμης του (σημείο μηδέν του πολιτισμού), αν δεν μπει ο ενήλικος στον κόπο να εννοήσει τι σημαίνουν όλα αυτά για έναν νέο σήμερα, τι σημαίνει όλο αυτό το πένθος που έχει να διαχειριστεί, τότε χάσαμε όλοι μαζί. Ο θυμός σαν ταραγμένη θάλασσα θα μας καταπιεί.

Δεν μπορείς από τη μια να δημιουργείς όλες τις προϋποθέσεις απαξίωσης του συστήματος (ανομία, πολιτικό χρήμα, διαφθορά, λεηλασία του Δημοσίου, εμπορευματοποίηση των πάντων, ατιμωρησία των ενόχων) και από την άλλη να απαιτείς σεβασμό και υπακοή στους θεσμούς. Η φωνή σου είναι σαν να βγαίνει από μια άδεια τρύπα. Η αυτονόητη καταδίκη της τυφλής βίας είναι σαν ένα αντικλείδι που ανοίγει κάθε πόρτα και άρα έχει χάσει κάθε αξία. Ο καταγγελτικός λόγος δεν φτάνει. Όταν η νομιμότητα αιμορραγεί, μην αναγορεύεις τους νέους σε αιμοσταγείς, υποκινούμενους καταστροφείς. Χάνεις τους νέους και δεν πείθεις παρά μόνον λίγους, όλο και πιο λίγους πια, φοβισμένους νοικοκυραίους. Ακόμα και αυτοί οι φοβισμένοι νοικοκυραίοι ολοένα και περισσότερο πείθονται ότι η περιφρούρηση των αγαθών τους συνεπάγεται και μια περιφρούρηση του κακοποιημένου αγαθού σήμερα, που κάποτε άκουγε στο όνομα «νεότητα». Όταν η νομιμότητα αιμορραγεί, εκείνο που πάνω από όλα χρειάζεται είναι εδώ και τώρα επειγόντως να επινοηθούν τρόποι ανάκτησης της χαμένης εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Για την ώρα προσλαμβάνονται ως τρύπιο κουρελάκι.

HΦωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.