Το 2006 και το 2007 στην Κοπεγχάγη, το κλείσιμο του «Σπιτιού της Νεολαίας»- ενός αντισυμβατικού στεκιού νέων- προκάλεσε θύελλα μαζικών αντιδράσεων και πρωτόγνωρης έκτασης συγκρούσεις ανάμεσα σε χιλιάδες νέους (με πρωτοπόρους τους αναρχικούς) και την αστυνομία. Το 2005, η έκρηξη βίας στα προάστια του Παρισιού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα του καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης». Οι πιο πάνω αντιπαραθέσεις, όπως και οι μετωπικές μάχες με την αστυνομία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, παραπέμπουν, παρά τη διαφορετικότητά τους, σε ένα κοινό- στον πυρήνα του- φαινόμενο: τη σταδιακή καθιέρωση μορφών οργάνωσης, δημόσιας έκφρασης και δημόσιας δράσης, που υπερβαίνουν τους παραδοσιακούς τρόπους του ασκείν πολιτική και αγνοούν το θεσμικό πολιτικό σύστημα. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, το μείζον γεγονός ήταν πάντα το μέγεθος των κινητοποιήσεων, ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων, η έκταση της βίας, η έκπληξη και το ξάφνιασμα των κυρίαρχων ελίτ. Τα γεγονότα της Αθήνας είναι, συνεπώς, πιθανόν να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ρεύμα «μικρών» εξεγέρσεων, που εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.

Στην αφετηρία αυτού του νέου ρεύματος βρίσκεται η διαμόρφωση ενός δυναμικού διαμαρτυρίας , που αγγίζει σημαντικά τμήματα της νεολαίας αλλά και των φτωχότερων νεώτερων ηλικιακά εργατικών στρωμάτων. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αιτίες (σε διαφορετική δοσολογία ανάλογα με τη χώρα) εξηγούν την εμφάνισή του. Το σιωπηλό ή κοιμισμένο αυτό δυναμικό, όταν υπάρξει μια θρυαλλίδα, ξαφνικά παίρνει φωτιά, τινάζεται σαν ελατήριο και, τότε, συνταράσσει με τη δράση του μια πόλη ή μια χώρα. Μέχρι φυσικά να επιστρέψει, φθαρμένο το ίδιο από τη βία που ασκούν οι πιο ακραίες συνιστώσες του, στη χειμερία νάρκη του. Οι αιτίες, όμως, δεν είναι μόνο κοινωνικές είναι και οργανωτικές. Η εξασθένιση των δομών – κομματικών, συνδικαλιστικών και πολιτισμικών-, που παραδοσιακά είχαν ως ρόλο να οργανώνουν, να πλαισιώνουν και να εκπροσωπούν τους «εκτός συστήματος» ή τους «αδικημένους», έχει αφαιρέσει από το σημερινό δυναμικό διαμαρτυρίας τα κανάλια έκφρασης και αντιπροσώπευσής του. Αυτό καθιστά τη διαμαρτυρία, όταν ξεσπάει, χαοτική και ανεξέλεγκτη. Την καθιστά «αναρχική».

Εν τούτοις, ανεξέλεγκτη και χαοτική δεν σημαίνει ανοργάνωτη. Η έλλειψη περιεκτικής οργάνωσης διευκολύνει την κυριαρχία άλλου τύπου οργανωτικών δομών, για παράδειγμα: των μικρών, αλλά ευκίνητων αντιεξουσιαστικών ομάδων ή των μικρών οργανωτικών δικτύων στις παρυφές της επίσημης Αριστεράς- οι οποίες έλκονται από τη βία, έχουν θεοποιήσει τη «μάχη των δρόμων» και

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

είναι πιθανόν να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ρεύμα «μικρών» εξεγέρσεων, που εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις

έχουν σχηματίσει το φαντασιακό τους στη βάση της αντιπαράθεσης με το κράτος. Οι θεωρίες του «μεγάλου θυμού» των προοδευτικών διανοουμένων υποβαθμίζουν την οργανωμένη διάσταση της βίας, την οποία έζησαν οι ελληνικές πόλεις τις τελευταίες ημέρες. Υποβαθμίζουν, επίσης, την αποτελεσματικότητα της τυφλής τακτικής «κλέφτες και αστυνόμοι» του Πολύδωρα, η οποία την περίοδο των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων συνειδητά ανέδειξε σε πολιτικό «παίχτη» τις αντιεξουσιαστικές ομάδες (σε αντίθεση με την πιο μετρημένη προσέγγιση Παυλόπουλου). Εάν, συνεπώς, είναι βέβαιο ότι ο «αυτοδίδακτος έσωθεν θυμός», όπως θα έλεγε ο Αισχύλος, οδήγησε στον δρόμο χιλιάδες νέους, είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι το μέγεθος των καταστροφών υπήρξε πρωτίστως το προϊόν της δράσης οργανωμένων «πρωτοποριών».

Οι πολιτικές ελίτ έχουν υποτιμήσει, όταν δεν αγνοούν τελείως, αυτό το «μεταμοντέρνο» δυναμικό διαμαρτυρίας που αναπτύσσεται στις σύγχρονες κοινωνίες. Το γεγονός ότι μεταξύ δύο εκρήξεων, συνήθως, μεσολαβεί μια μάλλον μακρά περίοδος νηνεμίας ευνοεί την τάση υποτίμησής του. Ωστόσο, αυτού του τύπου οι κινητοποιήσεις αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής. Τα θεσμικά κόμματα θα βρεθούν και στο μέλλον απέναντι σε αυτό τον τύπο διαμαρτυρίας. Και κατά πάσα πιθανότητα, θα τον αντιμετωπίσουν όπως και σήμερα: με ξύλινο λόγο, με ανάσυρση αναλύσεων παλαιάς κοπής και με προσπάθεια αποκόμισης βραχυπρόθεσμου πολιτικού πλεονεκτήματος. Τα κόμματα, και εδώ και στην Ευρώπη, δεν μπορούν να διαχειριστούν αυτό το «μεταμοντέρνο» δυναμικό διαμαρτυρίας που τα υπερβαίνει- και πολιτισμικά και πνευματικά και οργανωτικά. Ταυτόχρονα, αυτό το δυναμικό δεν είναι ούτε τόσο ισχυρό ούτε δομημένο ή συνεκτικό για να βρει τη δική του, όποια και αν είναι αυτή, πολιτική έκφραση. Στοιχείο της σύγχρονης πολιτικής γίνεται, έτσι, η ανάδυση μιας μη θεσμικής πολιτικής, δίπλα στην επίσημη θεσμιμένη πολιτική.

Η μη θεσμική πολιτική δημιουργεί την αίσθηση ότι το πολιτικό πεδίο μεγεθύνεται για να συμπεριλάβει τις νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης. Όμως, οι αιτίες που γεννούν τη μη θεσμική, πολύ δε περισσότερο την παραβατική, δράση είναι οι ίδιες που δεν επιτρέπουν την ένταξή της στο σύστημα. Θεσμική και μη θεσμική δράση θα συνυπάρχουν, χωρίς να συναντώνται. Όπως ακριβώς δύο παράλληλες ευθείες, που δεν τέμνονται ποτέ. Αυτός ο νέος δυϊσμός, εμφανής ήδη στην Ευρώπη, έκανε με επιβλητικό τρόπο την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Το ελληνικό όμως πολιτικό σύστημα, ξεγυμνωμένο από αξίες και αναποτελεσματικό, με τις «ελίτ της συμφοράς» (Α. Καρκαγιάννης) να δίνουν τον τόνο, θα έχει μεγαλύτερη δυσκολία να τον διαχειριστεί.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.