Για να μιλήσει κανείς σήμερα σ΄ έναν νέο σχετικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πρέπει πρώτα απ΄ όλα να ξεπεράσει τις αναστολές του. Έχει απέναντί του έναν ακροατή με μειωμένη εξ αρχής την προσοχή του- δεν φαίνεται να βρίσκει ισχυρό λόγο για να τεντώσει τ΄ αυτιά του. Ν΄ ακούσει, άλλωστε, τι; Ότι κάποια περιστατικά, ασυνήθιστα και γεμάτα ένταση, συνέβησαν «κάποτε». Εκεί οφείλεται η αμηχανία του αφηγητή. Καταλαβαίνει ότι πρόκειται να αναφερθεί σε συμβάντα που μοιάζουν ανεπίστρεπτα. Καταλαβαίνει επίσης ότι έχει κι αυτός την ευθύνη του που κυριάρχησε αυτή η εντύπωση.

Η γενιά του Πολυτεχνείου απέφυγε να μιλήσει για τον εαυτό της κι αυτό το πληρώνει χρόνο με τον χρόνο. Υπερασπίστηκε πίσω από εκείνα τα θρυλικά κάγκελα την ελευθερία, αλλά εγκατέλειψε στη συνέχεια την προσπάθεια να κάνει απολογισμό, να υπογραμμίσει τα σημαντικά και να παραμερίσει τα ασήμαντα. Δίστασε να επωμιστεί ώς το τέλος το νόημα της πράξης της. Εξ ου και η αμηχανία της όταν εκλήθη να μεταγγίσει αυτό το νόημα στους νεώτερους.

Από μιαν άποψη το πρόβλημα φαίνεται ότι ήταν σύμφυτο στις περιστάσεις. Το γεγονός ότι στην εξέγερση πρωταγωνίστησε η ηλικία των είκοσι ετών καθόρισε και την κατοπινή δυσκολία των πρωταγωνιστών ν΄ αναλάβουν έναν επιπλέον ρόλο. Υπήρξαν αγωνιστές και έπρεπε τον επόμενο κιόλας χρόνο ν΄ αρχίσουν να «επεξηγούν» τον αγώνα τους. Τους το ζητούσε η μεταπολίτευση. Ήταν όμως πολύ νέοι, πάρα πολύ νέοι για να φερθούν σαν Πατέρες, Καθοδηγητές, Ηγέτες. Προϋπόθεση για να ασκήσεις ηγεμονία είναι να περηφανεύεσαι σ΄ έναν ορισμένο βαθμό για αυτό που κάνεις ή έκανες. Κι αυτό η γενιά του Πολυτεχνείου ούτε καν το επιχείρησε γιατί δεν ήξερε να παρουσιάσει ως αντικείμενο θαυμασμού τη στάση της: το κουράγιο, το θάρρος μπροστά στον κίνδυνο, την αντοχή στο μαρτύριο. Είναι παράξενο: οι άνθρωποι που πραγματοποίησαν το εξαιρετικό, μπέρδεψαν τα λόγια τους όταν τους ρώτησαν γι΄ αυτό. Η δυσκολία τους, ωστόσο, μοιάζει λιγότερο παράξενη όταν σκεφτούμε ότι βυθίστηκαν πολύ σύντομα, μετά την πτώση της

ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

που ωρίμασαν σε μια νύχτα αντιμετωπίζοντας τα τανκς, καταδικάστηκαν στη συνέχεια να κυκλοφορούν σαν πλάσματα που τα παρήγαν οι έκτακτες συνθήκες- θεωρήθηκαν απλώς προϊόντα μιας φαντασμαγορικής συγκυρίας

χούντας, σε μια εποχή στην οποία η λέξη ηρωικό απωθούσε, γιατί μύριζε παλιές ρητορείες. Ταυτίστηκε το ηρωικό με το μυθικό, το ψευδο-διογκωμένο, το εξω-ανθρώπινο. Έτσι αυτά τα παιδιά που ωρίμασαν σε μια νύχτα αντιμετωπίζοντας τα τανκς, καταδικάστηκαν στη συνέχεια να κυκλοφορούν σαν πλάσματα που τα παρήγαν οι έκτακτες συνθήκες- θεωρήθηκαν απλώς προϊόντα μιας φαντασμαγορικής συγκυρίας.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη απομυθοποιητική λογική απέναντι στην καταπίεση ενός καθεστώτος μερικοί φοιτητές αντέδρασαν σχεδόν φυσιολογικά, αυτό είναι όλο. Έπειτα, όταν εξομαλύνθηκε η κατάσταση, οι φοιτητές πήραν τους κανονικούς δρόμους: το επάγγελμα, η σταδιοδρομία ή η πολιτική απορρόφησαν το παρελθόν τους. Έφθασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο η απορρόφηση, ώστε η μεταγενέστερη εξέλιξη να φαίνεται ότι διέψευσε εντελώς το νεανικό ξεκίνημα. Άτομα που στα είκοσί τους κραύγαζαν για την ελευθερία, στα πενήντα τους σιωπούν ή λένε ανέκδοτα για να ελαφρώσουν το άγχος τους. Και τι μ΄ αυτό; Ας μη μας ξενίζει υπερβολικά το φαινόμενο. Μια πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να προσφερθεί στην ιστορία, να εκραγεί και να λάμψει εκτυφλωτικά- οι άλλες πλευρές να βουλιάξουν στο σκοτάδι της συνήθειας και της φθοράς.

Δεν ενδιαφέρει τελικά το τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές κι αν μερικοί απ΄ αυτούς καθώς μεγάλωναν, μίκραιναν πολύ. Εκείνο που έχει σημασία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν είναι το «δράμα» των χαρακτήρων αλλά ο «επικός» πυρήνας, δηλαδή η Πράξη που συντελέστηκε και που πάντα απευθύνει το ερώτημα: «Αν χρειαζόταν, θα μπορούσαν να ηχήσουν ξανά τα ίδια συνθήματα;». Αυτό το ερώτημα οι νέες γενιές δεν μπορούν να το αποφύγουν. Θα το απαντήσουν υποχρεωτικά και με τον δικό τους τρόπο αργά ή γρήγορα, την ώρα που οι γονείς τους θα μελαγχολούν, θα νοσταλγούν ή θα χασμουριούνται πάνω από το άδειο ποτήρι τους.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.