Oι δανικές και νορβηγικές εκλογές του 1973 (οι Δανοί Σοσιαλδημοκράτες και οι Νορβηγοί Εργατικοί έχασαν αντιστοίχως 11,7 και 11,2 μονάδες) σηματοδότησαν για την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά την αρχή μιας νέας εκλογικής εποχής.

Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας περιόδου: η μεγάλη αστάθεια των εκλογικών επιδόσεων και η εμφάνιση- στην αρχή διακριτικά (δεκαετίες 1970 και 1980), αργότερα εμφατικά (δεκαετίες 1990 και 2000)- μιας παρατεταμένης πτωτικής δυναμικής. Τα εκλογικά σκαμπανεβάσματα πολλαπλασιάζονται και, επιπλέον, το εκλογικό μητρώο της Σοσιαλδημοκρατίας επιβαρύνεται με πολλά «καταστροφικά» αποτελέσματα. Ορισμένα παραδείγματα είναι εξόχως ενδεικτικά:-17,1 μονάδες οι Γάλλοι Σοσιαλιστές το 1993 (1993: 17,6% έναντι 34,7% το 1988!),-10,8 οι Νορβηγοί (εκ νέου) το 2001,-7,9 οι Ολλανδοί το 1994 και-13,9, πάλι οι Ολλανδοί, το 2002 (χάνουν πάνω από το 40% της δύναμής τους), -8,9 οι Σουηδοί το 1998,-7,9 οι Αυστριακοί το 1994 κ.λπ.

Διακυμάνσεις τέτοιου μεγέθους και απώλειες τέτοιας έκτασης ήταν αδιανόητες για τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Η εκλογική αταξία και αστάθεια, η μετακίνηση ψήφων προς όλες τις κατευθύνσεις, η πτωτική δυναμική (οι Σοσιαλδημοκράτες ως σύνολο καταγράφουν τη δεκαετία του 2000 μια μέση υποχώρηση της τάξης του 20% σε σχέση με τις δεκαετίες του 1960 και 1970) είναι τα χαρακτηριστικά της «νέας» εκλογικής τάξης πραγμάτων. Η τάση αυτή είναι γενική, με μία μόνο- μέχρι σήμερα- εξαίρεση: τα κόμματα του Ευρωπαϊκού Νότου (ΠΑΣΟΚ, ισπανικό ΡSΟΕ, πορτογαλικό Σ.Κ.).

Είναι λοιπόν όλα σκοτεινά και μαύρα για τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές;

Θα απαντούσαμε ναι, αν δύο άλλες τάσεις δεν ήταν ταυτόχρονα παρούσες.

Πρώτον, σε καμία χώρα (με την εξαίρεση της Ιταλίας, όπου όμως κατέρρευσε ολόκληρο το σύστημα), δεν είχαμε εκλογική χρεοκοπία σοσιαλιστικού κόμματος. Κάθε μεγάλη πτώση συνοδευόταν, συνήθως στην επόμενη ή μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, από σημαντική άνοδοαν και, κατά κανόνα, μικρότερη της καθοδικής κίνησης που είχε προηγηθεί. Πουθενά οι Σοσιαλιστές δεν απώλεσαν την κυβερνητική τους κλίση και πουθενά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έπαψαν να είναι πρωταγωνιστές στο παιγνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής (κάτι, για παράδειγμα, που συνέβη με ορισμένα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα).

Η διατήρηση της κυβερνητικής ικανότητας (επιρροή κοντά στο σκαλοπάτι που δίνει είτε κυβερνητική πλειοψηφία είτε την πρώτη θέση στον εκλογικό ανταγωνισμό),

ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΣΤΟΧΟ

να επανεξετάσουμε τη σημερινή κρίση του κομματικού μας συστήματος, όπως και τις εναλλαγές τάσεων, υπό το φως της ευρωπαϊκής εμπειρίας

ήταν και είναι, παρά τη μείωση των εκλογικών ποσοστών, το κρίσιμο «μαξιλάρι ασφαλείας» για ένα μεγάλο κόμμα. Η κυβερνητική ικανότητα επιτρέπει τη μείωση της πτώσης στις δυσμενείς συγκυρίες και την επιτάχυνση της ανόδου στις ευμενείς. Επιτρέπει, επίσης, την υποδοχή της ψήφου δυσαρέσκειας, όταν το κυβερνών κόμμα υφίσταται ισχυρή πολιτική φθορά (τάση από τη οποία επωφελείται σήμερα, αν και με αξιοσημείωτη καθυστέρηση, το ΠΑΣΟΚ).

Δεύτερον, η εκλογική κρίση φαίνεται να αγγίζει σε σημαντικό βαθμό και τα κεντροδεξιά κόμματα (γι΄ αυτά όμως δεν υπάρχουν συνολικές μελέτες). Στο τέλος της δεκαετίας του 1990, για παράδειγμα, οι Σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν σε 12 από τις τότε 15 κυβερνήσεις της Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι οι εκλογικές επιδόσεις τους (εκείνες ακριβώς που τους οδήγησαν στην κυβέρνηση) ήταν εμφανώς κατώτερες των επιδόσεων όλων των προηγούμενων δεκαετιών. Η Βίβιαν Σπυροπούλου, σε μια εξαιρετική εμπειρική μελέτη (στο πλαίσιο του Πάντειου Πανεπιστήμιου), δείχνει ότι συνολικά η συμμετοχή των Σοσιαλιστών στην κυβέρνηση έχει ελαφρώς αυξηθεί την περίοδο 1974-2007 (σε σύγκριση με την περίοδο 1950-1974), παρά την πτωτική εκλογική τους δυναμική. Το παράδοξο της απώλειας ψήφων αλλά όχι κυβερνητικών θέσεων μάλλον εξηγείται από το ότι και η Δεξιά έχει εξασθενήσει εκλογικά. Φυσικά, πτώση πέραν ενός ορίου, κάτι που έλαβε χώρα στη δεκαετία του 2000, συνεπάγεται και απομάκρυνση από τη κυβέρνηση. Οι ωφελημένοι, εάν η υπόθεση της διπλής εξασθένησης ευσταθεί, είναι προφανώς τα μικρότερα κόμματα.

Τα πιο πάνω στοιχεία οδηγούν σε δύο μεγάλα συμπεράσματα.

Πρώτον, η σημερινή Σοσιαλδημοκρατία δεν διαθέτει ούτε τη στερεότητα ούτε την επιρροή του παρελθόντος. Στην ουσία, είναι μια δύναμη πιο «μικρή». Έχει αλλάξει εκλογικό μέγεθος. Δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση (κάτι που υπονοεί μια βραχύβια κατάσταση). Έχει αλλάξει κλίμακα. Έχει κατέβει μια βαθμίδα στην κλίμακα της εκλογικής ισχύος.

Δεύτερον, η εκλογική κρίση είναι μια σχετική έννοια. Το περιεχόμενό της δεν πρέπει να προσδιορίζεται ούτε με κριτήριο τα δεδομένα άλλων εποχών ούτε με μοναδικό κριτήριο την εκλογική ιστορία (τα προηγούμενα αποτελέσματα του ιδίου κόμματος). Η αύξηση του αριθμού των κομμάτων και της εκλογικής κινητικότητας εν μέρει τροποποιεί το νόημα της εκλογικής νίκης και της εκλογικής ήττας.

Η σύγκριση δεν αποτελεί ούτε απόδειξη για το παρόν ούτε οδηγό για το μέλλον. Πολλά όμως από τα παραπάνω αφορούν και την Ελλάδα. Οι αναλογίες εντυπωσιάζουν. Ίσως δεν θα ήταν άστοχο να επανεξετάσουμε τη σημερινή κρίση του κομματικού μας συστήματος, όπως και τις εναλλαγές τάσεων, υπό το φως της ευρωπαϊκής εμπειρίας.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.