Oι δυσμενείς εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία (έκρηξη της τιμής του πετρελαίου, των πρώτων υλών και των τροφίμων καθώς και αύξηση των επιτοκίων) βρίσκουν την ελληνική οικονομία καταπονημένη για να αντιμετωπίσει τις συνθήκες της διεθνούς αβεβαιότητας και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η οποία δεν αποτελεί πλέον πρόβλεψη αλλά πραγματικότητα που πλήττει ανησυχητικά τη διεθνή οικονομία. Πράγματι, η φάση της ύφεσης καθορίζεται σήμερα στη διεθνή οικονομία ως «σημαντική επιβράδυνση στην οικονομική δραστηριότητα, που διαρκεί εδώ και αρκετούς μήνες» και προκύπτει από τα μεγέθη της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης του εισοδήματος, της αύξησης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, της αύξησης του πληθωρισμού που συρρικνώνει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων, της μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής και των πωλήσεων.

Το εκρηκτικό μείγμα αυτών των δυσμενών εξελίξεων θα συντελεσθεί όταν «η κρίση περάσει από την οικονομία στην κοινωνία» με εφιαλτικές διαστάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι δυσμενείς αυτές διεθνείς εξελίξεις επηρέασαν αρνητικά και την ελληνική οικονομία στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, στην έξαρση του πληθωρισμού και της ακρίβειας (4,9% Ιούνιος 2008), στη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων, ιδιαίτερα, των μισθωτών και των συνταξιούχων, στο επίπεδο της ανεργίας (9% Μάιος 2008), στο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών (14% του ΑΕΠ), στα δημόσια ελλείμματα, στην αύξηση του δημόσιου δανεισμού με επαχθείς όρους, στη στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής και στην επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας. Παρά αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας, οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα μέχρι προ ολίγων εβδομάδων υποστήριζαν ότι η ελληνική οικονομία με την εφαρμοζόμενη, τα τελευταία χρόνια οικονομική πολιτική των «οικονομικών της προσφοράς» θα μπορούσε να αντισταθεί στις πιέσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη σχετική επιχειρηματολογία, τα δημόσια έργα, η δημοσιονομική εξυγίανση, οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών κ.λπ. έχουν δημιουργήσει μεγάλα αναπτυξιακά αποθέματα που τη θωρακίζουν από

ΤΟ ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΜΕΙΓΜΑ

των δυσμενών εξελίξεων θα συντελεσθεί όταν «η κρίση περάσει από την οικονομία στην κοινωνία» με εφιαλτικές διαστάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο

τους κινδύνους των ανατιμήσεων της τιμής του πετρελαίου, των πρώτων υλών και των τροφίμων καθώς και των κοινωνικο-οικονομικών ανισορροπιών και ανισοτήτων.

Όμως εκ του αποτελέσματος, η σημερινή κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η θωράκιση της ελληνικής οικονομίας ήταν μία απλή διακήρυξη και όχι εμπεριστατωμένο γεγονός, με αποτέλεσμα οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα της χώρας μας να έχουν καταστεί ακόμα και ως προς τους στόχους τους, αναποτελεσματικές.

Από την άποψη αυτή διαπιστώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η ήττα της εφαρμοζόμενης πολιτικής των οικονομικών προσφοράς στην Ελλάδα και των επιπτώσεών της, τόσο στη συρρίκνωση του παραγωγικού και αναπτυξιακού αποθέματος, όσο και στην αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς καλύτερα αποτελέσματα από τη θεωρία των οικονομικών της προσφοράς, η οποία δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει κύρος στον χώρο της επιστημονικής οικονομικής ανάλυσης (Ρ. Κrugman, 2008). Ταυτόχρονα, σοβαρή ήττα υπέστη η στρατηγική βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας διαμέσου της μείωσης του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν και της αύξησης των δεικτών της κερδοφορίας, αφού οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο δεν παρουσιάζουν καμία βελτίωση (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2008).

Oι διαπιστώσεις αυτές σημαίνουν ότι πλέον επιβάλλεται ότι όσοι υποστήριξαν επιστημονικά και εφήρμοσαν πολιτικά τη συγκεκριμένη κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει να οδηγηθούν σε ριζική αναθεώρηση των απόψεων και των εφαρμοζόμενων πολιτικών τους. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την απόφαση αύξησης των επιτοκίων στα επίπεδα του 4,25% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου, όπως υποστηρίζεται, αναπόδεικτα, να αντιμετωπισθεί η πληθωριστική απειλή ακόμη και στην περίπτωση που πληγεί πέραν του αναμενομένου ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, υπονομευτεί ακόμη περισσότερο η οικονομική ανάπτυξη και πυροδοτηθεί η αύξηση της ανεργίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα εισαγάγει την ελληνική οικονομία, όπως τη δεκαετία του 1970, «στον θάλαμο εντατικής θεραπείας» με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το παρόν και το μέλλον του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων πολιτών. Ως εκ τούτου, η θωράκιση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί τη μετάβαση και τη μεταμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος (από την οικονομία της αγοράς στην οικονομία των δημόσιων πολιτικών και της αλληλεγγύης), προκειμένου να προκύψει ο νέος τύπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας των τριών πόλων (δημόσιος, κοινωνικός, αναπτυξιακός) με τη διαρκή υποστήριξη ικανών και υπεύθυνων πολιτικών σχηματισμών, ισχυρών συνδικάτων, αξιόπιστων κοινωνικών κινημάτων, έγκυρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων καθώς και δυναμικών και καινοτόμων επιχειρήσεων ανεξαρτήτως του μεγέθους τους. Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ