Γιατί οι κυβερνήσεις το κάνουν; Γιατί κόμματα πολυσυλλεκτικά (κεντροδεξιά και κεντροαριστερά), στραμμένα κατά προτεραιότητα στην άγρα ψήφων, ακολουθούν πολιτικές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης που τα φέρουν σε σύγκρουση με ένα τμήμα της κοινωνικής τους βάσης, ιδιαίτερα της πιο λαϊκής; Η παγκοσμιοποίηση (η απάντηση που συνήθως έρχεται αυθόρμητα στα χείλη), η Ευρωπαϊκή Ένωση και η υποταγή στις απαιτήσεις του κεφαλαίου είναι οι πιο συνήθεις απαντήσεις. Οι ερμηνείες αυτές έχουν- όλες- μια σημαντική δόση αλήθειας. Ας δούμε, ωστόσο, μερικά γεγονότα.

Η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης: οι νεοφιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να αποκτούν επιρροή στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως απάντηση στη λεγόμενη «κρίση υπερ-συσσώρευσης» και στην τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους. Οι δείκτες ανάπτυξης – κατά τη μετά το 1973 περίοδο- είναι χαρακτηριστικοί: Γερμανία: 6% την περίοδο 1950-73 έναντι μόνο 2,1% την περίοδο 1973-97, Ιαπωνία: 9,2% την περίοδο 1950-73 έναντι μόνο 3,3% την περίοδο 1973-97, ΗΠΑ: 3,8% έναντι 2,5%, Μ. Βρετανία: 3% έναντι 1,8%, Γαλλία 5% έναντι 2,1%, Ιταλία 5,6% έναντι 2,4% (πηγή: Lavelle, Τhe Death of Social Democracy, 2008). Στην πραγματικότητα, η κρίση αποτελεσματικότητας του Κεϋνσιανισμού έφερε στο προσκήνιο ιδέες που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν περιθωριακές. Όπως έχει γράψει ο Ηobsbawm, την περίοδο 1945-1970 «κανένας δεν άκουγε παλαιοημερολογίτες όπως τον Μ. Φρίντμαν και τον Φ. Χάγιεκ». Δεν ήταν συνεπώς η μαγεία των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού ούτε η παγκοσμιοποίηση (ούτε η ευρωπαϊκή ενοποίηση) που οδήγησαν, για παράδειγμα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όσα έτυχε να βρεθούν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, να εγκαταλείψουν- εν μέσω της θητείας τους!τις επεκτατικές τους πολιτικές προς όφελος των πολιτικών λιτότητας. Ήταν μάλλον η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης που εξασθένισε την υλική βάση των πολιτικών ισότητας και οδήγησε κόμματα εθισμένα στον σεβασμό της καπιταλιστικής λογικής να στραφούν σε νέες – τις νεοφιλελεύθερες- λύσεις.

Η παγκοσμιοποίηση: συνεπώς, η παγκοσμιοποίηση δεν βρίσκεται χρονολογικά στην αφετηρία της νεοφιλελευθεροποίησης. Σε κάποιον βαθμό μάλιστα ισχύει το αντίστροφο: η σταδιακή υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων εθνικών λύσεων οδήγησε στην κυριαρχία της φιλελεύθερης λογικής στην οικοδόμηση της «παγκοσμιοποίησης». Η κυριαρχία αυτή διευκολύνθηκε πολύ από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη δημιουργία ενός μονοπολικού κόσμου (με κέντρο τις παραδοσιακά

ΣΤΟΝ ΚΟΝΤΙΝΟ ΟΡΙΖΟΝΤΑ,

το μεγαλύτερο εμπόδιο στον νέοφιλελευθερισμό είναι ο ίδιος ο εαυτός του και οι αντιδράσεις, που προκαλεί η υλοποίησή του

πιο φιλελεύθερες ΗΠΑ). Βέβαια, σήμερα, η παγκοσμιοποίηση νεοφιλελεύθερου τύπου «αναγκάζει» τις εθνικές κυβερνήσεις (οι οποίες είναι, ειρήσθω εν παρόδω, σε μεγάλο βαθμό οι δημιουργοί της παγκοσμιοποίησης) να δρουν σεβόμενες το πλαίσιό της. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί, συνεπώς, μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία που παράγει τα δικά της αποτελέσματα.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση: είναι βέβαιο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση επέτεινε τη νεοφιλελευθεροποίηση των πολιτικών. Οι επιτυχίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι σε μεγάλο βαθμό (αν και όχι μόνο) συνδεδεμένες με τη φιλελεύθερη λογική προτεραιοτήτων: τελωνειακή ένωση, πολιτική ανταγωνισμού, ενιαία αγορά, σύμφωνο σταθερότητας. Ιδιαίτερα, λόγω του Μάαστριχτ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθέτησαν περιοριστικές και market-making πολιτικές σχεδόν ταυτόχρονα, γεγονός που όχι μόνον πολλαπλασίασε την αποτελεσματικότητά τους αλλά και λειτούργησε ως ισχυρός ανεξάρτητος αιτιακός παράγοντας στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης. Αυτή η τελευταία, σε μια ενδιάμεση χρονικά στιγμή (δεκαετία 1990) παγιώθηκε και έγινε- λόγω της Ευρώπης- πιο βαθιά, πιο συνεκτική και πιο επιθετική. Ωστόσο, νεοφιλελεύθερη στροφή είχαμε και πριν από το Μάαστριχτ.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι τα πάντα δεν ανάγονται στην παγκοσμιοποίηση (ούτε στην Ε.Ε.). Ίσως, σήμερα, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον το να γνωρίσουμε ποιος παράγοντας προηγείται χρονικά και ποιος προηγείται ποιοτικά. Ωστόσο, ο νεοφιλελευθερισμός κατ΄ αρχήν επικράτησε λόγω της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης και των οικονομικών ορίων του Κεϋνσιανισμού. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μετατρέποντας σε αντικείμενο ανταγωνισμού νέες περιοχές, παραδοσιακά λιγότερο εμπορευματοποιημένες (τηλεπικοινωνίες, παιδεία, υγεία, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.), άνοιξαν νέα πεδία ιδιωτικής δράσης και καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό οδήγησε στην εκ νέου ενίσχυση των ποσοστών κέρδους και προσέδωσε νέα ζωτικότητα στην οικονομία. Βέβαια, αυτή η ζωτικότητα ποτέ στην πραγματικότητα δεν προσέγγισε τους αναπτυξιακούς ρυθμούς (ούτε τη σταθερότητα των ρυθμών) της περιόδου 1945-1973. Κατάφερε όμως να υποτάξει, τουλάχιστον εν μέρει, το κράτος και τους θεσμούς ρύθμισης στις αγορές, και υπ΄ αυτήν την έννοια απορρύθμισε την ίδια την καπιταλιστική οικονομία και την ικανότητά της να ελέγχει τις κρίσεις.

Υπάρχει διέξοδος στα πιο πάνω; Δύο απόψεις διεκδικούν να δώσουν πολιτική απάντηση. Η πρώτη υποστηρίζει την ανατροπή της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας (η ριζοσπαστική αριστερή απάντηση), η δεύτερη την επαναρρύθμισή της. Και οι δύο αυτές απαντήσεις στερούνται σήμερα, για τελείως διαφορετικούς λόγους, πολιτικής ισχύος, εθνικής και διεθνούς. Στον κοντινό ορίζοντα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στον νεοφιλελευθερισμό είναι ο ίδιος ο εαυτός του και οι αντιδράσεις, προς το παρόν σπασμωδικές, που προκαλεί η υλοποίησή του.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο