Αν και η χρονική απόσταση των καθιερωμένων για την εποχή δημοσκοπήσεων από τα γεγονότα που διαμορφώνουν την πολιτική συγκυρία της περιόδου είναι πολύ μικρή για να επιτρέψει μια πιο κατασταλαγμένη αποτίμηση της σημασίας τους, γεγονός παραμένει ότι η ιδιαίτερα φορτισμένη και πυκνή επικαιρότητα του τριμήνου που ακολούθησε τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν μετέβαλε δραματικά τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού που είχαν διαμορφωθεί προεκλογικά.

Το γεγονός, ωστόσο, αυτό αποτελεί από μόνο του μια σοβαρή ένδειξη ότι παγιώνονται πλέον οι πολιτικές τάσεις της κοινής γνώμης που επιβεβαιώνουν τη μεταβατικότητα αλλά και τη ρευστότητα των κομματικών συσχετισμών και των πολιτικών ισορροπιών. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν τις βαθύτερες αλλαγές μέσα στις οποίες επωάζεται αυτό που έχει κωδικά περιγραφεί ως «νέα μεταπολίτευση».

Χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτών των αλλαγών φαίνεται να είναι η δομική πια κρίση του δικομματισμού, που μοιάζει να μην μπορεί πλέον να αναπαραχθεί με τους όρους που τον είχαν καταστήσει κυρίαρχο κατά την προηγούμενη τριακονταετία της μεταπολίτευσης.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια αυτής της τριακονταετίας ανανεώθηκε κατά το ήμισυ σχεδόν η ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση του εκλογικού σώματος, με αποτέλεσμα να μειωθεί αντιστοίχως η δυνατότητα αναπαραγωγής του συστήματος των κομματικών ταυτίσεων και των στερεοτύπων διαμόρφωσης των εκλογικών συμπεριφορών με βάση τα ιστορικά βιώματα και τα ιδεολογικά πρότυπα των γενεών που μετείχαν στο ιδεολογικοπολιτικό συνεχές των προηγούμενων δεκαετιών.

Κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται μόνο για την απομείωση της ισχύος των παραδοσιακών διαχωριστικών γραμμών, που οριοθετούσαν μέχρι πρότινος τα πεδία μετακίνησης των ψηφοφόρων στο πλαίσιο ενός επανατροφοδοτούμενου διπολισμού μεταξύ Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, επιτρέποντας στα κόμματα εξουσίας να διατηρούν, έστω και αυξομειούμενη, την πολυσυλλεκτικότητά τους. Πρόκειται, μάλλον, για την κυοφορία ενός νέου τύπου βαθύτερων αξιακών διαφοροποιήσεων των πολιτικών συμπεριφορών νέας γενιάς από τις παλαιάς κοπής συμπεριφορές που καθόριζαν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.

Ευθύνες και στα δύο μεγάλα κόμματα

Τα δύο κόμματα εξουσίας ενοχοποιούνται εδώ ως εξίσου σχεδόν υπεύθυνα για την απαξίωση, την αναποτελεσματικότητα και την αδυναμία του δικομματικού συστήματος να παράξει ευδιάκριτα διαφορετικούς και εναλλακτικούς τρόπους και στόχους διακυβέρνησης.

Με αυτήν την έννοια, η κρίση του δικομματισμού δεν θα πρέπει να συσχετισθεί με τη λανθάνουσα από το 1994 κρίση πολυσυλλεκτικότητας των δύο μεγάλων κομμάτων, που αναστέλλονταν υπό την πίεση των ζητουμένων της πολιτικής σταθερότητας, αλλά με την ανοιχτή πια κρίση εναλλακτικότητας των συνασπισμών εξουσίας που εξασφάλιζαν μέχρι σήμερα την εναλλαγή των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Με την ίδια έννοια, ο συνδυασμός της πολιτικής κρίσης του δικομματισμού με την κοινωνική κρίση, που προκαλεί η έκρηξη της εισοδηματικής, επαγγελματικής και ψυχολογικής ανασφάλειας και της επιδείνωσης των δεικτών ικανοποίησης και αισιοδοξίας για την κατάσταση της οικονομίας και την πορεία της χώρας, αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης ενός νέου ριζοσπαστισμού που θα ελαχιστοποιήσει έτι περαιτέρω τα περιθώρια γρήγορης στρατηγικής ανάκαμψης του ενός τουλάχιστον από τους δύο φορείς του δικομματισμού.

Ήδη, η συμπίεση των ποσοστών τόσο της Ν.Δ. όσο και του ΠΑΣΟΚ στα κατώτερα ιστορικά τους επίπεδα τείνει να περιορίσει την εθνική πολιτική τους επιρροή στα όρια των προ του 2004 ευρωεκλογικών επιδόσεών τους. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, από αυτή την άποψη ότι οι συσχετισμοί που καταγράφονται σήμερα δημοσκοπικά ως αντιπροσωπευτικοί του συνόλου του εκλογικού πληθυσμού προσομοιάζουν με τους συσχετισμούς που καταγράφηκαν εκλογικά ως αντιπροσωπευτικοί των κομματικών προτιμήσεων και των πολιτικών συμπεριφορών των ψηφοφόρων ηλικίας 18-24 της 16ης Σεπτεμβρίου (βλ. αντιστοίχως Πίνακα Ι).

Αν και είναι ακόμα πρόωρο να ειπωθεί ότι η νεώτερη γενιά των ψηφοφόρων αυτονομείται από τη λογική με την οποία αναπαράγονταν μέχρι σήμερα τα μοντέλα εκλογικής συμπεριφοράς του γενικού πληθυσμού, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποβαθμισθεί η σημασία των μεταβολών αυτών για τη διαμόρφωση των όρων του σύγχρονου πολιτικού ανταγωνισμού.

Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι τους όρους αυτού του ανταγωνισμού καθορίζουν όλο και περισσότερο οι «ψηφοφόροι της τελευταίας στιγμής», που συνιστούν επίσης ένα νεόκοπο φαινόμενο του πολιτικού μας συστήματος, τότε ασφαλώς η προβλεψιμότητα των πολιτικών εξελίξεων καθίσταται πολύ προβληματικότερη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου οι «ψηφοφόροι της τελευταίας στιγμής» φάνηκαν περισσότερο ευνοϊκοί προς την Κεντροαριστερά παρά προς την κυβερνώσα Κεντροδεξιά (βλ. Πίνακα ΙΙ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά μένει ακόμα να κριθούν και από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση θα διαχειρισθεί, χωρίς, όμως, το πλεονέκτημα της ανοχής που διέθετε κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, τη δεύτερη ευκαιρία που της δόθηκε, με οριακή έστω πλειοψηφία, και από τον τρόπο και τον χρόνο της επούλωσης των τραυμάτων που άφησε πίσω της τόσο η εσωκομματική αναμέτρηση στο ΠΑΣΟΚ όσο και η τρίμηνη σχεδόν αποχή του από τα καθήκοντα μιας ισχυρής αντιπολίτευσης.

Ζητούν από το ΠΑΣΟΚ συνεργασίες


Το κρίσιμο στρατηγικό ερώτημα για τις πιθανότητες που συγκεντρώνει το ΠΑΣΟΚ να υπερβεί την κρίση του πολιτικού συστήματος, της οποίας εξακολουθεί να αποτελεί ακόμα μέρος, δεν εξαρτάται μόνο από την υφιστάμενη ακόμα αμφιβολία για τον οριστικό τερματισμό της εσωκομματικής του κρίσης και τις επιπτώσεις που θα έχει μεσοπρόθεσμα η «μονοτασική» σύνθεση των οργάνων που θα το οδηγήσουν στο Συνέδριο. Εξαρτάται, κυρίως, από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του υπό τις δυσμενείς συνθήκες του φθίνοντος δικομματισμού.

Η βελτίωση του ισοζυγίου εισροών- εκροών από και προς τη Ν.Δ. συντελεί ασφαλώς στη σμίκρυνση των διαφορών του σε οριακά σχεδόν επίπεδα. Κάθε άλλο, όμως, μπορεί να εκληφθεί ως νομοτελειακή η επίτευξη ενός προβαδίσματος ικανού να το επαναφέρει σε τροχιά εξουσίας.

Πρώτον, γιατί μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει την ταχύτερη δυνατή ανάκτηση των πλεονεκτημάτων της κυβερνησιμότητας που σήμερα διαθέτει η Ν.Δ.

Δεύτερον, γιατί η ανάκτηση των πλεονεκτημάτων της κυβερνησιμότητας δεν μπορεί να έρχεται σε αντίφαση με τη στρατηγική ανάκτηση μιας πολιτικής εναλλακτικότητας χωρίς την οποία είναι δύσκολο να επαναφέρει στις τάξεις του τα αστικά και κυρίως τα ανώτερης εκπαίδευσης στρώματα με τον ίδιο τρόπο που φαίνεται να καταφέρνει να ανακτά την επιρροή του στον αγροτικό χώρο και τον γυναικείο πληθυσμό.

Προς το παρόν, τα νεώτερης ηλικίας, ανώτερης εκπαίδευσης και επισφαλέστερης κοινωνικής θέσης αστικά στρώματα εμφανίζονται να είναι οι κυριότεροι τροφοδότες των διαρκώς ενισχυόμενων μικρότερων κομμάτων κυρίως της Αριστεράς.

Η διαφαινόμενη ποιοτική αναβάθμιση του ρόλου αυτών των κομμάτων είναι που συνιστά την κυριότερη συνεχιζόμενη μεταβολή των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού. Από υποδοχείς της διαμαρτυρόμενης αρνητικής ψήφου, τα κόμματα αυτά μετατρέπονται σε θεσμικούς μοχλούς πίεσης για την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος και την αλλαγή των τρόπων και των προτεραιοτήτων διακυβέρνησης. Στη στρατηγική προσέγγιση αυτών των δυνάμεων φαίνεται να βρίσκεται το κλειδί των ευνοϊκότερων για το ΠΑΣΟΚ εξελίξεων.

Το πόσο πιθανές είναι αυτές εξαρτάται, βεβαίως, και από τις πολιτικές δυναμικές που θα αναπτυχθούν και τη λογική των κοινωνικών συμμαχιών που θα διαμορφωθούν μετά τις αλλαγές ηγεσίας που αναμένονται στον χώρο της Αριστεράς.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, έχει ιδιαίτερη σημασία το εύρημα που προκύπτει από τις εξαμηνιαίες τάσεις της ΜRΒ σύμφωνα με το οποίο το σενάριο της συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με οποιοδήποτε άλλο από τα υπόλοιπα κόμματα είναι το πλέον επιθυμητό σε περίπτωση μη αυτοδύναμης κυβέρνησης (βλ. πίνακας ΙΙΙ).

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής.