Μύθοι και παραμύθι


Αίφνης μαζί με τις φυτείες ινδικής κάνναβης στα Ζωνιανά ανακαλύψαμε εκ νέου και τη λεβεντογέννα Κρήτη, που όλα δείχνουν ότι ξαναγίνεται μόδα
Τι μαντινάδες ακουστήκαν (μέχρι και στο «Deal» από παίκτρια), τι λύρες έπαιξαν σε εκπομπές, στου Λαζόπουλου, στο «ΤV Τιγκλόν», παντού, τι αναλύσεις για την κουλτούρα της Κρήτης και την παράδοσή της και πάνω απ΄ όλα πλημμύρισαν τα στούντιο με την ωραία ντοπιολαλιά, τα κρητικά.

Θλιβερή, πολύ θλιβερή η αφορμή για να ρίξουμε το βλέμμα στη μεγαλόνησο με τις ισχυρές παραδόσεις, που έχουν διαμορφώσει μια ακόμη ισχυρότερη μυθολογία γύρω από την τήρησή τους.

Μυθολογία που βασίζεται στη διαφορά από τις άλλες «φυλές» των Ελλήνων λόγω ενισχυμένων πολεμικών χαρακτηριστικών των Κρητικών, όπως η υποτιθέμενη ξεχωριστή αρσενική ρώμη, η λεβεντιά που ταυτίζεται με πνεύμα ανυπότακτο (υποτίθεται στους εχθρούς, αλλά εκφυλίστηκε έως την ανυπακοή στον νόμο) και τη μέχρι φόνου υπεράσπιση της τιμής (η περιβόητη βεντέτα).

Παραδόσεις που χαρακτήρισαν, έτσι κι αλλιώς, τις μεσογειακές χώρες, ιδίως τις περιοχές που τις κρατούσαν σε μεγαλύτερη απομόνωση η θάλασσα, το ορεινό και δύσβατο τοπίο ή ο συνδυασμός και των δύο, όπως η Κρήτη, η Κορσική, η Μάνη, η Σικελία.

Ιστορία μακρά, πλούσια και γεμάτη αγώνες τιμής που δεν μπορεί παρά να προσδίδουν στις περιοχές αυτές- εν προκειμένω στην Κρήτη, όπου κατακτητές και σύμμαχοι προσκύνησαν την τόλμη και την πίστη στην ελευθερία των παλικαριών της – επιπλέον αίγλη.

Πάντως, μόδα η Κρήτη έχει να γίνει από την εποχή του κινηματογραφικού «Ζορμπά», όπου ο Άντονι Κουίν ενσάρκωνε τον Καζαντζάκειο ήρωα, με μια στάση στην εποχή των χίπις, όταν διεθνή φήμη δεν είχε η Μύκονος αλλά τα Μάταλα, με τις σπηλιές τους και το ζεστό κλίμα τους να αποτελούν τον ονειρεμένο τόπο συνάντησης των απανταχού παιδιών των λουλουδιών. Κατά παράξενη συγκυρία, τις ημέρες αυτές προσέθεσε στην επανανακάλυψη της Κρήτης την κινηματογραφική εκδοχή για τον περίφημο πεντοζάλη ο Σμαραγδής, με τον Βρετανό ηθοποιό Νικ Άσντον που ενσαρκώνει τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο ή Ελ Γκρέκο. Μια τιμητική προβολή του νησιού ως γενέτειρας του μεγάλου ζωγράφου και, φυσικά, επιπλέον ενίσχυση του μυθικού περιβλήματος του κρητικού ανυπότακτου πνεύματος.

Το περσινό τηλεοπτικό σουξέ «Της αγάπης μαχαιριά», με την ερωτική ιστορία δυο νέων που τους εμποδίζει να ζήσουν μαζί η μεγάλη βεντέτα των οικογενειών τους, υπήρξε- υποτίθεται- και μια μορφή κριτικής στην υπερβολή των κρητικών παραδόσεων που οδηγούν στον φόνο δήθεν για λόγους τιμής. Πάντως στο σενάριο μία εκ των δυο οικογενειών, με νόμιμες βεβαίως επιχειρήσεις- παραγωγή κρασιού ή κάτι τέτοιο- είχε στενό συγγενή βουλευτή στο κυβερνητικό κόμμα, ο οποίος είχε πλήρη επίγνωση ότι η οικογένειά του και όπλα είχε και τα χρησιμοποιούσε.

Προχθές σε απευθείας σύνδεση με μια από τις καυτές περιοχές, μερικοί κάτοικοι μιλούσαν στο μικρόφωνο του Αlter για την τρομοκρατία που έχει επιβληθεί από ομάδες «προστατών» και κάποιος από τους συγκεντρωμένους τούς φώναζε «προδότες». «Να γυρίσει ο φακός να τον δούμε» έλεγε ο παρουσιαστής κυνηγώντας μια στιγμιαία τηλεοπτική αποκάλυψη, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο, από το γεγονός ότι ξεστόμισε λέξη που ερμηνεύεται με βάση την επικαιρότητα.

Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα παράδειγμα της νέας μυθολογίας που αναπτύσσεται για την Κρήτη, αυτή τη φορά από τις τηλεοπτικές κάμερες. Μιας μυθολογίας με τους ίδιους κινδύνους που απέδειξε ότι περικλείει η παραδοσιακή, περί λεβεντιάς και ελεύθερου πνεύματος.

Η αδιακρισία της ΤV


Με την ίδια ευκολία που αποδείχθηκε ότι ο μύθος της κρητικής λεβεντιάς, ο οποίος συνδέθηκε με την οπλοκατοχή σε εποχές κατά τις οποίες απειλούνταν η ελευθερία της χώρας, μπορεί να εκφυλιστεί από επιτήδειους σε άλλοθι για παράνομη δράση, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να εκφυλιστεί η προσπάθεια για ενημέρωση σε στιγματισμό ολόκληρων περιοχών και σε ανεύθυνη υπόδειξη ενόχων.

Ένα τέτοιο κλίμα, τους μόνους που πραγματικά ευνοεί είναι τους ασυστόλως παρανομούντες, αφού θαυμάσια μπορούν να κρυφτούν πίσω από τα εύλογα συναισθήματα αντίδρασης οποιουδήποτε Κρητικού στην αδιακρισία της τηλεόρασης και την επιθετική ατζαμοσύνη της Αστυνομίας, που τους τσουβαλιάζει όλους έτσι κι αλλιώς. Στο τσουβάλιασμα μόνο οι βέλτιστοι και νομοταγείς αδικούνται, οι υπόλοιποι βολεύονται.