Όσο πιο φυγόπονος γίνεται ο σύγχρονος άνθρωπος τόσο περισσότερο αναζητά κάποιον άλλον με γερούς ώμους για να αναλάβει τα βάρη. Κατά παράδοση τον ρόλο αυτό τον έπαιρνε θέλοντας και μη ο πολιτικός. Στο πρόσωπό του συμβολιζόταν η ικανότητα για τελική πράξη, για λύσιμο των γόρδιων δεσμών. Ειδικά στην Ελλάδα αυτή η προσδοκία από τα «κάτω» προς τα «πάνω», από το πλήθος προς τον Έναν δεν υποχώρησε, κατά βάθος, ποτέ. Παλαιότερα ήταν η αδυναμία και η σύγχυση που έκαναν τον απλό άνθρωπο να φαντάζεται πως ένας κυβερνήτης θα μπορούσε ν΄ αλλάξει πολλά προς το καλύτερο. Σήμερα τον σπρώχνει στην ίδια ελπίδα ένα είδος οκνηρίας.

Όπως και να ΄ναι, αυτό που λείπει στον ιδιωτικό βίο αναμένεται να εμφανιστεί στον πολιτικό. Πρόκειται πολύ απλά για τη βούληση. Αλλά να που οι τυπικοί φορείς αυτής της ιδιότητας, της τόσο δυσεύρετης, αποδεικνύονται αναιμικοί. Στερούνται σε απελπιστικό βαθμό αυτό για το οποίο ψηφίζονται. Όποιο πρόβλημα κι αν προκύψει, παραδίδεται αυτομάτως σε ειδικούς «εισηγητές». Κεφαλές ταϊσμένες με χοντρούς φακέλους ορίζουν τι πρέπει να κάνουν οι πολιτικοί. Για το Ασφαλιστικό, για τη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια, για τη μόλυνση του Ασωπού, για το τι να διδαχθούν οι μαθητές στα σχολεία. Η εποχή των συμβούλων διαδέχθηκε την εποχή των ηγετών, για να μετατρέψει τους τελευταίους σε εκλαϊκευτές μιας τεχνογνωσίας που από τη φύση της δεν είναι ποτέ κατηγορηματική. Αλλά ο ηγέτης πρέπει να είναι! Πρέπει κάποια στιγμή να μιλάει απερίφραστα. Δεν μπορεί ο αρχηγός ενός κόμματος να υποδύεται τον σκεπτικιστή εμπειρογνώμονα ή ο υπουργός τον ερευνητή που σταθμίζει και ξανασταθμίζει τα ενδεχόμενα.

Όταν λοιπόν θα έρθει, για παράδειγμα, και πάλι, στο προσκήνιο το ζήτημα του άρθρου 16 του Συντάγματος, η συζήτηση δεν θα μπορεί να παραπεμφθεί σε κάποια νομικά έγγραφα, στις απόψεις επαγγελματικών ενώσεων ή ακόμη και σε κάποιες συμφωνίες ευρύτερου χαρακτήρα μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών. Το θέμα είναι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει βούληση για την άσκηση μιας εθνικής πολιτικής στην παιδεία. Αναγκαστικά η ανάληψη της ευθύνης για την κατεύθυνση και το ποιόν της παιδείας συνδέεται με την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων. Αναγκαστικά επίσης

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ

η ανάληψη της ευθύνης για την κατεύθυνση και το ποιόν της παιδείας συνδέεται με την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων

οι τυχόν παραχωρήσεις προς τα ιδιωτικά συμφέροντα στον τομέα αυτό συνεπάγονται εγκατάλειψη οποιασδήποτε έννοιας στρατηγικής υπέρ ενός «παιγνίου» με αντικείμενο τη γνώση. Στην περίπτωση αυτή πληρώνοντας το απαραίτητο αντίτιμο οι σπουδαστές θα μπορούν να παίξουν με τις ευκαιρίες, με τις προσφορές, με τις εκπτώσεις, με οτιδήποτε προτείνει η αγορά στο όνομα ης ποικιλίας, του ρεαλισμού (προσαρμοστείτε το γρηγορότερο- αλλά πού; Για πόσο; Και γιατί;), και, ασφαλώς, πάνω απ΄ όλα στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υποτίθεται ότι είναι δικαίωμα του καθενός να πληρώνει για να του μαθαίνουν π.χ. περισσότερη βοτανολογία ή λογιστικά απ΄ ό,τι ιστορία, αν αυτό νομίζει πως τον συμφέρει ή τον ευχαριστεί περισσότερο. Όμως παραμένει εξίσου δικαίωμα και υποχρέωση της Πολιτείας να αποφανθεί τι είναι πιο γόνιμο για την ίδια, δηλαδή για το κοινωνικό σύνολο, και αναμφίβολα απ΄ αυτή την άποψη η ιστορία προηγείται των λογιστικών.

Εκτός βέβαια αν οι πολιτικοί μας θεωρήσουν – όπως ήδη τους συμβουλεύουν μερικοί- ότι το εκπαιδευτικό όραμα της Ελλάδας είναι να παραχθούν καλοί εκτιμητές εσόδων και εξόδων πάσης φύσεως. Μα, ακόμη κι έτσι να ήταν, πριν από τους ισολογισμούς τίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα: προς τι η επιχείρηση; Το να μετρά διαρκώς τα ψιλά είναι πολύ φυσικό για όποιον διστάζει και εντελώς ανυπόφορο για όποιον τολμά.

Ζητείται τόλμη λοιπόν, τόλμη βεβαίως στηριγμένη σε κατατόπιση. Η άρνηση από το ελληνικό Κοινοβούλιο της αναθεώρησης του άρθρου 16 δεν θα ήταν ενέργεια αυθαίρετη, μήτε και τόσο ενάντια στα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως ισχυρίζονται πολλοί. Προ μηνών ο Δ. Τσάτσος επεσήμανε τη συγκεκριμένη δυνατότητα της χώρας να διατηρήσει το άρθρο αυτό παραμένοντας μέσα στο γενικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου. Σύντομα πάνω σ΄ αυτό θα πρέπει να πουν την τελευταία λέξη τους κι όλα τα κόμματα.

Ιδιαίτερα δε για το ΠΑΣΟΚ- που αναρωτιέται ξανά για την ταυτότητά του- δίνεται από τώρα μία ευκαιρία ώστε να ακουστεί μέσα από τους κόλπους του κάτι που, επιτέλους, όχι μόνο να μοιάζει με πολιτική άποψη, αλλά και να είναι. Αφού τόσο πολύ νοσταλγούν την πολιτική, ας την ξαναφέρουν στην άκρη της γλώσσας τους, κι ας κριθούν γι΄ αυτό. Ας μιλήσουν για το πιο κρίσιμο πρόβλημα της χώρας. Την αυτοσυνείδησή της. Ο Κ. Λαλιώτης προ καιρού επέκρινε με θάρρος το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Τώρα θα πρέπει και ο Ε. Βενιζέλος να δείξει αν η επίσης θαρραλέα εναντίωσή του στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης δεν έχει καμφθεί από εσωκομματικές ή άλλες πιέσεις. Όσο για τον Γ. Παπανδρέου πρέπει να πει αν πείσθηκε ν΄ αρνηθεί την αναθεώρηση ή αν παρασύρθηκε κι έχει πλέον άλλη γνώμη και ποια είναι αυτή. Κάτι τέλος πάντων πρέπει να ειπωθεί που να μην ηχεί σαν υπεκφυγή.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας Παν/μίου Αθηνών