Η δίαιτα για τον διαβήτη έχει ως στόχο τη διατήρηση των επιπέδων του σακχάρου όσο πλησιέστερα γίνεται προς τα φυσιολογικά και ταυτοχρόνως την απόκτηση και διατήρηση του φυσιολογικού σωματικού βάρους. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει κατ΄ αρχήν να υπολογίζονται οι ανάγκες σε ενέργεια (θερμίδες)

κάθε ασθενούς ξεχωριστά, διότι τα περισσότερα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι παχύσαρκα και η απώλεια έστω και του 5% του αρχικού βάρους συνεπάγεται πολύ σημαντική βελτίωση του μεταβολικού ελέγχου. Το 45% έως 55% των θερμίδων του διαιτολογίου πρέπει να προέρχεται από υδατάνθρακες, κυρίως σύνθετους (λ.χ. φρούτα, δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια, ζυμαρικά, πατάτες), διότι απορροφώνται βραδύτερα και έτσι δεν προκαλούν μεγάλες διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Αντίθετα, οι μεγάλες ποσότητες απλών σακχάρων (ζάχαρη) αποφεύγονται. Για τους ασθενείς είναι σημαντικό να μειώσουν σε λιγότερο από 10% των ημερήσιων θερμίδων την κατανάλωση κορεσμένων λιπών, που περιέχονται κυρίως σε ζωικής προέλευσης τρόφιμα (κρέας, πλήρες γάλα και γαλακτοκομικά), με στόχο την πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Μειωμένη πρέπει να είναι και η κατανάλωση σπορέλαιων. Το κύριο λίπος στη διατροφή πρέπει να είναι το ελαιόλαδο, που έχει σχετιστεί με χαμηλό δείκτη στεφανιαίας νόσου (όταν, βεβαίως, δεν γίνεται υπερκατανάλωση). Συνολικά, από λίπη πρέπει να προέρχεται το πολύ το 30% των καθημερινών θερμίδων. Τα άτομα με διαβήτη πρέπει επίσης να τρώνε τακτικά λιπαρά ψάρια, που είναι πλούσια στα ωφέλιμα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Τέλος, από τα ψάρια και τις άλλες πρωτεΐνες (λ.χ. πουλερικά) πρέπει να προέρχεται το 10% έως 20% των καθημερινών θερμίδων τους. Όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, συνιστώνται έως δύο ποτηράκια κρασί την ημέρα, διότι το οινόπνευμα ασκεί υπογλυκαιμική δράση και περιέχει πολλές θερμίδες και η συστηματική κατανάλωσή του, ιδίως σε μεγάλες δόσεις, είναι επιβλαβής.

Ο Ιωάννης Ιωαννίδης είναι υπεύθυνος του Διαβητολογικού Ιατρείου στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο Νέας Ιωνίας «Αγία Όλγα».